Mikis Radio 2017 C - By Nikos Theodorakis

24 Μαρ 2025

Η μόνη λύση

 

Ουδετερότητα.
 Η ιδέα της ουδετερότητας είναι η αξία της ιδέας της εθνικής ανεξαρτησίας.

 Η ανεξαρτησία θα μας εξασφαλίσει την Ελευθερία και η Ουδετερότητα θα μας απαλλάξει από την κατάρα της μοιραίας «στρατηγικής θέσης» μας που μας έχει μεταβάλει σε πεδίο βολής μεταξύ των αντιμαχόμενων για τον έλεγχο της χώρας μας, με αποκλειστικό διαχρονικό θύμα το λαό μας.

 Με άλλα λόγια, η Ουδετερότητα θα μας εξασφαλίζει την ειρήνη με την εγγύηση του ΟΗΕ και των μεγάλων δυνάμεων. Θα πρέπει να προσπαθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις, ώστε η Ελλάδα να γίνει η Ελβετία του πολιτισμού και της ειρήνης.

 Αυτό δεν είναι ουτοπία αλλά μία σωτήρια εφικτή λύση. Θα μας απαλλάξει μια για πάντα από τις επαναλαμβανόμενες τραγωδίες, που σε τακτά διαστήματα από το 1830 μας βυθίζουν σε δυστυχία είτε λόγω πολέμων είτε ξένων επεμβάσεων, που μας οδηγούν σε πολιτική αστάθεια.  Ξένων επεμβάσεων  και ξένων εξαρτήσεων που διαιρούν το λαό.  Οδηγούν σε εμφύλιες συρράξεις και καταλήγουν όπως μετά τον εμφύλιο πόλεμο σε παρατεταμένη ξενοκρατία.

Η μόνη λύση.

3 Δεκεμβρίου 2013.

Ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη κατά την τελετή υποδοχής του ως επίτιμου μέλους της Ακαδημίας Αθηνών. Πρόεδρος Ακαδημίας ο θεατρικός σκηνοθέτης και πανεπιστημιακός δάσκαλος Σπύρος Ευαγγελάτος (1940-2017)

Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμότατα τον κ. Πρόεδρο και τον κ. Γενικό Γραμματέα για όσα είπαν προηγουμένως, αλλά και όλα τα μέλη της Ακαδημίας για την μεγάλη τιμή που μου έκαναν να μου προσφέρουν την δυνατότητα να ομιλώ αυτή τη στιγμή από το βήμα του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της χώρας μας, της Ακαδημίας Αθηνών. 

 Όταν, κύριε πρόεδρε, πριν από χρόνια, στην συνεργασία μας στις χοηφόρες προσπαθούσαμε να αποδώσουμε το ζόφο των στίχων του Αισχύλου για «της γενιάς το βαθύρριζο κακό», για τα «πολυστέναχτα και αβάσταχτά δεινά», την «αιματόεσσαν πλάγια», τον «πόνο που τελειωμό δεν έχει», «την μία συμφορά» που έρχεται «κατά πάνω στην άλλη», δε φανταζόμασταν ότι σήμερα, τόσα χρόνια μετά, οι στίχοι αυτοί θα ήταν τόσο τραγικά επίκαιροι. 

Ίσως όμως ακριβώς γι’ αυτό δεν μπορούμε να μοιρολογούμε διαπιστώνοντας την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, αλλά ως κληρονόμοι ενός μοναδικού πολιτισμού είμαστε υποχρεωμένοι πάντα να αναζητούμε την προοπτική, το Όραμα.

 Ασφαλώς πολύ θα έχουν διερωτηθεί για την σημερινή παρουσία μου στο βήμα της Ακαδημίας Αθηνών, κυρίως λόγω του προκεχωρημένου της ηλικίας μου. Συνήθως για τα εξαιρετικά γεγονότα χρησιμοποιούμε μία εύκολη λέξη, την λέξη «σύμπτωση».

 Όμως εγώ βαθιά μέσα μου γνωρίζω ότι διάφορες χθόνιες και Ουράνιες δυνάμεις συνωμότησαν ώστε να μου δοθεί η ευκαιρία να διαλαλήσω μία και μόνο λέξη που θα ακουστεί στη συνέχεια, λέξη – κλειδί, που οδηγεί από το Χάος στην Αρμονία.

 Για να συλλάβει κάποιος το μέγεθος και την σημασία της Ελλάδας, πιστεύω ότι θα πρέπει να μπορέσει να την δει διαχρονικά σε κοσμογονικές διαστάσεις και σε ιστορικά μεγέθη.

 Ο πολυθρυμματισμός της, που ειδικά σήμερα έχει ξεπεράσει κάθε όριο, μας οδηγεί σταθερά στο να γίνουμε ένας λαός χωρίς πατρίδα. Όπως ένα φίλο αποκομμένο από τον κορμό του δέντρου, έρμαιο των ανέμων.

Γι’ αυτό τον λόγο και για να πάρει μέσα μας το βάρος και την μορφή της ακέραιης Ελλάδας. Η λέξη που θα ειπωθεί προϋποθέτει μία γιγαντιαία προσπάθεια από όλους τους συμπολίτες μας να γίνουν αντάξιοι αυτής της ακέραιης Ελλάδας, πριν να είναι αργά. Πριν ξεπεράσουμε την κόκκινη γραμμή της μη επιστροφής.

Ας μου επιτραπεί λοιπόν, αντί τυπικής ομιλίας, να σας υποβάλω μία πρόταση, που πιστεύω ότι βρίσκεται μέσα στα πλαίσια ενός πνευματικού  οδηγού όπως είναι η Ακαδημία Αθηνών και συνάμα εκφραστή της εθνικής μας συνείδησης και πρωτεργάτη των συμφερόντων του λαού και της χώρας μας.

Η πρόταση μου συνοψίζεται σε μία μόνο λέξη: Ουδετερότητα.

Και ένα όραμα: Η Ελλάδα να γίνει η Ελβετία του πολιτισμού και της ειρήνης. Με σύμβολα την Ακρόπολη των Αθηνών, παγκόσμιο σύμβολο πολιτισμού, την Ολυμπία και τους Δελφούς, παγκόσμια σύμβολα της συναδέλφωσης μεταξύ των λαών και της ειρήνης.

 Πιστεύω ότι ήρθε ο καιρός να αναγνωρίσει έμπρακτα η διεθνής κοινότητα τον ρόλο της Ελλάδας στη διαμόρφωση του παγκόσμιου και πιο ειδικά του δυτικού πολιτισμού. Καθώς και την συμβολή και τις θυσίες του λαού μας στο βωμό της ελευθερίας. 

 Εκτός όλων των άλλων, το διεθνές καθεστώς της ουδετερότητας θα ολοκληρώσει το όραμα των αγωνιστών του 1821, που πάλεψαν για την κατάκτηση της ελευθερίας, χωρίς όμως να επιτευχθεί η ολοκλήρωση της με την κατάκτηση της πλήρους εθνικής ανεξαρτησίας.

 Ελευθερία είναι η αποτίναξη του ξένου ζυγού. Η ανεξαρτησία είναι η απαλλαγή από την καταλυτική ανάμειξη των ξένων στα εσωτερικά της χώρας. 

Ένας λαός, όπως και ο κάθε άνθρωπος, ολοκληρώνεται μόνο εάν κατορθώσει όχι μόνο να  γίνει αλλά και να λειτουργεί ως υπεύθυνος πολίτης.  Απέναντι σε κάθε μείζον θέμα που αφορά τον ίδιο και την χώρα του.
Υπεύθυνος σημαίνει Ελεύθερος να αποφασίζει και να συναποφασίζει με τους συμπολίτες του για όλα τα προβλήματα που συνθέτουν τη ζωή και τον ελεύθερο βηματισμό της πατρίδας του.

Ειδικά σε ό,τι αφορά την πνευματική δημιουργία, η αίσθηση της ελευθερίας και της ευθύνης είναι προϋπόθεση για να ανταποκριθούν. Με πληρότητα οι εργάτες του πνεύματος στις προκλήσεις των καιρών. Έτσι, με την ελεύθερη βούληση και υπεύθυνη στάση των πολιτών μιας χώρας απέναντι σ’ αυτούς τους δύο τομείς της καθημερινής ζωής και της πνευματικής δημιουργίας πορεύονται οι ελεύθεροι λαοί.

Αφήνοντας το ιδιαίτερο ιστορικό τους αποτύπωμα ανάμεσα στη χορεία των πολιτισμένων λαών. Μια τέτοια εποχή υπήρξε ο χρυσούς αιώνας του Περικλέους, που τα πνευματικά και καλλιτεχνικά του αποτυπώματα παραμένουν έκτοτε υποδείγματα μοναδικά και αξεπέραστα.

Πιστεύω ότι το γεγονός ότι η Ελευθερία που μας παρέδωσαν οι αγωνιστές του 1821 δεν κατόρθωσε επί δύο σχεδόν αιώνες να στεφθεί με την απόκτηση της πλήρους Εθνικής Ανεξαρτησίας. Μας έχει καταντήσει λαό ανάπηρο και ανίκανο να εκμεταλλευτεί και να αναδείξει όχι μόνο τον φυσικό μας πλούτο.

Αλλά κυρίως τον ανθρώπινο στους κρίσιμους τομείς της Κοινωνίας και του Πνεύματος. Για τον λόγο αυτό συμφωνώ με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που επισημαίνει ότι η σύγχρονη Ελλάδα έγινε από τις εξαιρέσεις της.

Διαπιστώνω δύο βασικά στοιχεία στη διαμόρφωση των Ελλήνων. Το πρώτο είναι η επίδραση του τοπίου με το μοναδικό του Κάλλος. Και το δεύτερο, το αίσθημα της ανεξαρτησίας, που έγινε έμφυτο σε όλους, μιας και όλοι προέρχονταν από φυλές που αναπτύχθηκαν επί αιώνες μέσα σε συνθήκες απόλυτης ανεξαρτησίας.

Αυτό το Άπειρο, το Θεϊκό Κάλλος είναι ο ένας από τους δύο μαγνήτες που ανοίγουν την όρεξη για την κατάκτηση είτε για τον έλεγχο αυτής της ιερής από κάθε άποψη γης.

Ο δεύτερος μαγνήτης είναι η γεωπολιτική της σημασία, που σε έναν βάρβαρο κόσμο όπως αυτός που δημιουργούν οι ισχυρές κατακτητικές δυνάμεις στην κάθε εποχή. Η θέση της χώρας μας συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πρώτες-πρώτες ζωτικές για την άμυνα ή την επίθεση των εμπλεκομένων δυνάμεων.

Με αυτόν τον τρόπο η θεϊκή Ευλογία μετατρέπεται σε θεϊκή κατάρα. Και ακριβώς στο σημείο αυτό τοποθετείται η πρότασή μου για την κατάκτηση του δικαιώματος για Ουδετερότητα, γιατί αποτελεί τον μοναδικό τρόπο απαγκίστρωσης της χώρας από τις αντιπαλότητες των σημερινών μεγάλων δυνάμεων, που δεν μας αντιμετωπίζουν ως ελεύθερη χώρα και λαό αλλά ως μια περιοχή στρατηγικού ενδιαφέροντος. Ως μια τεράστια στρατιωτική βάση, φίλια προς τους μεν και εχθρική προς τους δε.

Δυστυχώς αυτές οι αντιπαλότητες μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων δεν σταμάτησαν ποτέ σε όλη τη διάρκεια της νεότερης ιστορίας μας, από το 1821 έως σήμερα. Έτσι η στρατηγική μας θέση οδηγούσε την α ή την β μεγάλη δύναμη, προκειμένου να διαφυλάξει τα στρατηγικά της συμφέροντα. 

Να ασκεί με τον α ή τον β τρόπο ασφυκτικό έλεγχο επί του συνόλου της εθνικής μας ζωής εμποδίζοντας έτσι ουσιαστικά τα δικαιώματα της ευθύνης και της απόφασης στους ζωτικότερους τομείς της ζωής του λαού μας. Ακόμα και σε περιόδους κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όπως η σημερινή.  Τομείς όπως η Άμυνα.

Η Διπλωματία. Η Οικονομία. Η Πολιτική που ήταν και είναι τα πλέον σημαντικά και ευαίσθητα σημεία, από τα οποία κρίνεται ο προσανατολισμός μιας χώρας.

Πέραν όμως της στρατηγικής σημασίας, δεν θα πρέπει να υποτιμούμε τη μαγνητική δύναμη και έλξη που ασκεί ο Φυσικός Πλούτος του τόπου μας.

Έχοντας σαν βάση αυτούς τους τρεις εθνικούς μας μαγνήτες, δηλαδή την γεωστρατηγική θέση, τον Φυσικό Πλούτο και το Μοναδικό Κάλλος. Ο ιστορικός μπορεί να ερμηνεύσει σωστά τις αιτίες που μας οδήγησαν σε όλες τις μεγάλες καταστροφές αλλά και τη συνεχή υπανάπτυξη. Μέσα στην οποία έχουμε αναγκαστεί να ζούμε επί αιώνες, μιας και η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη προϋποθέτουν την κατάκτηση και λειτουργία της ελεύθερης βούλησης των πολιτών μέσα σε συνθήκες πλήρους Εθνικής Ανεξαρτησίας.

Οι ιστορικές και πολιτισμικές μας παραδόσεις διακρίνονται από την προσήλωση των Ελλήνων στις αξίες της Ελευθερίας και της Ανεξαρτησίας. καθώς και την περιφρούρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Σ’ αυτούς τους δύο αιώνες της εθνικής μας ανεξαρτησίας, το σύνολο των λαϊκών και των εθνικών μας αγώνων έγιναν και γίνονται για την προάσπιση των εθνικών, κοινωνικών και θεμελιωδών μας δικαιωμάτων. Με τη σφραγίδα της πάλης υπέρ της Ελευθερίας και κατά της Βίας.  Σήμερα η εποχή μας διανύει μια περίοδο γενικότερης παρακμής.

Οι μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις που εγκαινιάζουν τη μετάβαση στην ηλεκτρονική περίοδο και που κανονικά θα έπρεπε να βοηθήσουν την ανθρωπότητα να κάνει γιγαντιαίους βηματισμούς προς την πρόοδο και την ευημερία. Έγιναν όπλα καταπίεσης και σκοταδισμού στα χέρια μιας ασήμαντης διεθνούς μειοψηφίας, που τα χρησιμοποιεί εναντίον των ανθρώπων. των κοινωνιών και των λαών. Με στόχο τη συσσώρευση αστρονομικών οικονομικών κερδών, που καταλήγει σε μια νέου τύπου παγκόσμια εξουσία, καταπιεστική, βάρβαρη, σκοταδιστική και απάνθρωπη.

Παράλληλα με αυτή την πρωτοφανή και φοβερά επικίνδυνη για όλους τους λαούς οικονομική δύναμη, έχει δημιουργηθεί μία άτυπη και πρωτοφανής διεθνής Λέσχη ανάμεσα στους λαούς-γίγαντες, που στηρίζουν ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής και κοινωνικής τους ανάπτυξης επάνω στις πολεμικές βιομηχανίες τους, γεγονός που καθιστά απαραίτητη τη διεξαγωγή πολέμων και κάθε είδους ενόπλων συρράξεων, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι επεκτατικοί τους στόχοι.

Όπως αποδεικνύεται, η δίψα του διεθνούς κέντρου οικονομικής συσσώρευσης είναι ακόρεστη αλλά και οι ανάγκες των οικονομικών κολοσσών είναι άλλο τόσο επιτακτικές, ώστε τελικά να μην κάνουν διάκριση ανάμεσα στα θύματά τους, που εν προκειμένω είναι όλοι οι Λαοί!

Οι διαφορές ανάμεσα στην επιθετική τακτική του ενός κέντρου από το άλλο είναι ότι το πρώτο στηρίζεται στη γενικότερη οικονομική επίθεση κατά Λαών και Κοινωνιών. Με αποτέλεσμα την εξαθλίωση των ανθρώπων και την ερήμωση των χωρών, το δε δεύτερο στον ομαδικό θάνατο και την ολοκληρωτική καταστροφή Λαών και χωρών.

Τελικά η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά διεθνή επιθετικά κέντρα είναι η εξής: Το πρώτο κατευθύνεται από ένα απρόσωπο και άτυπο πολυεθνικό οικονομικό κέντρο. Το δεύτερο παρουσιάζει μια σημαντική και πρωτοφανή ιδιομορφία. που αφορά την ύπαρξη, τη λειτουργία, τον χαρακτήρα και τις βαθειά κρυμμένες συνέπειες στη διαμόρφωση μιας νέας ψυχολογίας και νοοτροπίας, όχι μόνο κεφαλαιοκρατικών και κρατικών εξουσιαστικών κέντρων αλλά ολόκληρων λαών.

Γεγονός που αλλάζει εκ βάθρων την ανάλυση και κατανόηση των εντελώς νέων παραγόντων, στη διαμόρφωση των διεθνών εξελίξεων. Αναφέρομαι στην ύπαρξη και λειτουργία της πολεμικής βιομηχανίας και μέσω αυτής των κολοσσιαίων οικονομικών κερδών που εξασφαλίζει το εμπόριο του μαύρου θανάτου, σε συνάφεια με κείνα της εμπορίας του λευκού θανάτου.

Μας λένε ότι από την πώληση των όπλων τα κέρδη είναι πιο άμεσα και πιο σημαντικά. 

Σκέφτηκαν όμως ποτέ όλα αυτά τα Κράτη-Έμποροι όπλων την περίπτωση μετατροπής της βιομηχανίας του Πολέμου σε βιομηχανία της Ειρήνης; Μπορεί τα κέρδη να μην είναι τόσο άμεσα και τόσο μεγάλα. Όμως δεν σκέφτονται ότι με τον τρόπο αυτόν θα σώσουν εκατοντάδες εκατομμύρια συνανθρώπους μας από την υπανάπτυξη. την πείνα και τον θάνατο;

Η μόνη λύση | Μίκης Θεοδωράκης | Ουδετερότητα | Ακαδημία Αθηνών |

Και γιατί τάχα όλοι αυτοί οι σημερινοί πλούσιοι και πολιτισμένοι λαοί δεν έκαναν τον κόπο ούτε καν να σκεφτούν το ενδεχόμενο μιας βιομηχανίας και ενός εμπορίου Ειρήνης;
Είναι απλώς ένας οικονομικός υπολογισμός ή κάτι βαθύτερο;

Μήπως δηλαδή το να έχεις πολεμική βιομηχανία, σημαίνει πέραν του οικονομικού κέρδους. ότι είσαι σε θέση να παράγεις βία. και κυρίως να συντηρείς κολοσσιαίες δυνάμεις πολεμικής καταστροφής;

Άρα μ’ αυτόν τον  τρόπο να ανήκεις στο κλαμπ των σαρκοφάγων, των δυνατών και των αγρίων;

Να είσαι δηλαδή πιο κοντά στα άγρια ένστικτα, αυτά που χαρίζουν πιο μεγάλη, ως φαίνεται. ηδονή σ’ αυτούς που μπορούν να τα ικανοποιούν, απ’ ό,τι η πνευματική ακτινοβολία. Και η ανθρώπινη πλευρά μας που θεωρεί τον άνθρωπο δημιουργό ζωής και όχι όργανο θανάτου;

Και απορώ, γιατί έως σήμερα δεν έχουν αναρτηθεί στο διεθνές Index των αμαρτωλών χωρών όπως η Κολομβία, γιατί παράγουν και εξάγουν τον λευκό θάνατο κι αυτές που δημιουργούν και εμπορεύονται τον μαύρο θάνατο. Όταν μάλιστα τα θύματα της πρώτης κατηγορίας είναι μεμονωμένα άτομα, ενώ της δεύτερης ολόκληρες χώρες και λαοί…

Υπάρχει όμως και μια άλλη τεράστια και πρωτοφανής διαφορά ανάμεσα στους εμπόρους του Λευκού και στους εμπόρους του Μαύρου θανάτου. Γιατί οι υπεύθυνοι για τον Λευκό θάνατο είναι μερικές εκατοντάδες μαφιόζοι, ενώ για τον Μαύρο θάνατο ευθύνονται αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεις. Με δεδομένο ότι η πολεμική βιομηχανία αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την εξασφάλιση της ισχύος τους. Έτσι φτάσαμε στον παραλογισμό, ο πλούτος του ενός λαού να εξαρτάται όχι μόνο από την δυστυχία του άλλου αλλά από την εξαθλίωση, την εξουθένωση και ακόμη την καταστροφή του άλλου…

 Με δυο λόγια θεωρώ ότι έχουμε ήδη εισέλθει σε μια εντελώς νέα διεθνή περίοδο, πολύ περισσότερο επικίνδυνη, ακόμα και για την ύπαρξη των λαών και εθνών έως σήμερα.

Οπότε το ερώτημα που αναγκαστικά τίθεται μπροστά μας είναι «Τι κάνουμε;». Πώς θα ξεφύγουμε ως Λαός και ως Έθνος από την ορμή και οργή αυτών των δύο δυνάμεων του Κακού που μας απειλούν; Η δική μου απάντηση συνοψίζεται σε μία μόνο λέξη: ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ.

Προ παντός δεν θα πρέπει να έχουμε αυταπάτες. Σήμερα όλοι οι Λαοί χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα. Το ένα είναι οι υποψήφιοι θύτες και το άλλο τα υποψήφια θύματα. Σε ό,τι μας αφορά, γνωρίζουμε ασφαλώς σε ποιο στρατόπεδο ανήκουμε. Άλλωστε η διαδικασία με την οποία κάποιος Κακός Δαίμονας μας μετατρέπει σε θύματα, έχει ήδη αρχίσει και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. 

Οφείλουμε επίσης να κατανοήσουμε, ότι σ’ αυτή τη νέα διαμόρφωση του διεθνούς τοπίου όχι μόνο εμείς αλλά κανένας λαός δεν μένει στο απυρόβλητο, όπως επίσης κανένας -και φυσικά ούτε εμείς- δεν μπορεί να έχει φίλους. Ούτε φίλοι υπάρχουν ούτε επομένως και συμμαχίες του τύπου «Ατλαντική» είτε «Ευρωπαϊκή συμμαχία». Άλλωστε βλέπουμε σήμερα τη μορφή των συμμαχιών μας μέσα στην Ευρώπη με λαούς α΄ και β΄ κατηγορίας. Πλούσιους και φτωχούς. Διατάσσοντες και διατασσόμενους. Υποτάσσοντες και υποτασσόμενους. Και αυτό αφορά τη μία Δαγκάνα του Κακού. Την οικονομία. Όσο για την άλλη, τον πόλεμο, ο κίνδυνος σαν πεινασμένος λύκος, τριγυρνά εδώ και δεκαετίες στη γειτονιά μας. Βαλκάνια και Μέση Ανατολή, όλες οι χώρες και οι λαοί πρέπει να υπολογίζονται σαν μελλοντικά θύματα.

Πρέπει λοιπόν να υπάρξει για μας το ταχύτερο δυνατό ένα είδος διαφυγής. Και η διαφυγή είναι μία και μοναδική: η Ουδετερότητα. Δεν είναι φυσικά εύκολη. Όμως είναι πολύ πιθανή. Κι αυτό, όπως είπα, χάρη στο ιστορικό μας παρελθόν και στους αγώνες και τις θυσίες του ελληνικού λαού για την Ελευθερία, ιδίως κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Για να γίνει πιο κατανοητή η πρότασή μου, θέτω ως ιδανικό στόχο το να γίνει κάποτε η χώρα μας η Ελβετία της Ειρήνης και του Πολιτισμού.

Πιστεύω ότι οι τρεις μέγιστες Ιδέες της Ανθρωπότητας, ο Αθλητισμός, η Ειρήνη και ο Πολιτισμός παραμένουν ζωντανές και επίκαιρες και έχουν πατρίδα τους την Ελλάδα.  Σήμερα οι μοναδικές περιπτώσεις συναδέλφωσης των Λαών είναι ο Αθλητισμός και η Τέχνη. Συμπτωματικά αυτές οι τρεις Ιδέες είναι συγχρόνως και τα μοναδικά αντίβαρα στις δύο μεγάλες ασθένειες της εποχής μας: το εμπόριο του μαύρου θανάτου και την κοινωνική εξαθλίωση. Με κοινό παρονομαστή την συσσώρευση πλούτου από την εκμετάλλευση και τον θάνατο αθώων ανθρώπων και λαών.

Δεν είναι τυχαίο ότι στην αρχαιότητα θεωρούσαν τους Δελφούς ως ομφαλό της Γης. Εκεί, όπως είναι γνωστό, λάτρευαν ισότιμα τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο. Το ορθολογικό και το υπερβατικό πνεύμα, δηλαδή τα δύο στοιχεία που όταν και εφ’ όσον ισορροπούν, παράγεται πολιτισμός.

Σήμερα επικρατεί ο ορθολογισμός, που υπήρξε και είναι το βασικό στοιχείο τόσο του καπιταλισμού όσο και του μαρξισμού. Και για τον λόγο αυτόν η εποχή της παντοκρατορίας. Του ενός στη Δύση και του άλλου στην Ανατολή που κορυφώθηκαν από το μισό του 20ού αιώνα έως σήμερα, υπήρξε η πλέον πνευματοκτόνος εποχή της ανθρωπότητας. Δημιούργησε μονοδιάστατους ανθρώπους και κοινωνίες, εκμηδένισε την πνευματική δημιουργία, την Τέχνη και αποξήρανε τις ψυχές των ανθρώπων.

Σήμερα ζούμε την κορύφωση αυτής της εποχής, που έφτασε στο σημείο να συνενώσει μέσα στη Διεθνή Λέσχη των δυνάμεων. Που παράγουν και εξάγουν τον μαύρο θάνατο. Ενώ από την πλευρά της οικονομίας δημιούργησε το χρήμα-φετίχ, το χρήμα-θρησκεία με όλα τα χαρακτηριστικά της πρωτόγονης βαρβαρότητας της εποχής των παγετώνων.

Έτσι οι Δελφοί αποκτούν μια καινούρια ιστορικής σημασίας επικαιρότητα, καθώς συμβολίζουν την ανάγκη της εναρμόνισης ανθρώπων, κοινωνιών και λαών με την εξισορρόπηση. Ανάμεσα στις ακρότητες του ορθολογισμού και την ανάγκη της επανένταξης της υπερβατικότητας και της μαγείας στη ζωή των ανθρώπων μέσω της Τέχνης και της ψυχικής ανάτασης λαών και ανθρώπων. Με βάθρα την διεθνή Ειρήνη και τον εθνικό Πολιτισμό.

Η επαναλειτουργία των Δελφών ως παγκόσμιο Σύμβολο Ειρήνης θα λάβει έτσι τις πραγματικές της διαστάσεις. Γιατί θα προσφέρει στην προσπάθεια για την εδραίωση της Ειρήνης το όραμα της συνένωσης δύο συμβόλων, του Απόλλωνα και του Διόνυσου ως του βαθύτερου λόγου για την υπεράσπιση και εδραίωση της διεθνούς Ειρήνης. Αυτή είναι μια προϋπόθεση για την οικοδόμηση του πολυδιάστατου ανθρώπου.

Με όπλα αφ’ ενός την υλική ευμάρεια και αφ’ ετέρου την πνευματική καλλιέργεια, που θα μας προσφέρει η ολοκλήρωση της Εθνικής μας Ανεξαρτησίας μέσα στα πλαίσια της Ουδετερότητας, μπορούμε να επιτύχουμε όχι μόνο να λειτουργούν θεσμικά οι Δελφοί. Αλλά αναβιβάζοντας την Ειρήνη στο επίπεδο μιας νέας οικουμενικής θρησκείας. Να υπενθυμίζουν στους ανθρώπους το χρέος τους απέναντι στη δωρεά της Ζωής.

Η ουδέτερη Ελλάδα θα γίνει παράλληλα το λίκνο του διεθνούς  πολιτισμού. Δεν αρκεί ένα έθνος, ένας λαός να δημιουργεί τον δικό του πολιτισμό. Ειδικά σήμερα, όπου οι αποστάσεις έχουν εκμηδενιστεί. Δεν νοείται ο κάθε πολιτισμός να παραμένει κλειστός μέσα στα εθνικά του σύνορα ή να γίνονται γνωστοί μονάχα οι πολιτισμοί των πλούσιων λαών. Ακόμα και η μικρότερη χώρα μπορεί να συμβάλει στη συνεχή πρόοδο του Πολιτισμού και της Τέχνης. Όπου ο ρόλος της είναι να εκφράζει τον σύγχρονο άνθρωπο, να ιχνηλατεί το μέλλον και να διαφυλάσσει την παράδοση.

 Η ουδέτερη Ελλάδα θα παραχωρήσει σε κάθε λαό, αν αυτός το επιθυμεί, τον κατάλληλο χώρο. Ώστε να μπορεί να παρουσιάζει τα πνευματικά και τα καλλιτεχνικά της επιτεύγματα, παραδοσιακά και σύγχρονα.

Η μεγάλη γεωλογική ιδιομορφία και ποικιλία της χώρας με τα νησιά, τα βουνά, τους κάμπους και κυρίως τους πολλούς ιστορικούς χώρους-μνημεία θα βοηθήσει ώστε να υπάρξουν σε διαφορετικούς χώρους οι διάφοροι πολιτισμοί αποτελώντας μια μοναδική ενότητα.

Το κάθε κράτος θα οικοδομήσει στον χώρο που θα του παραχωρηθεί ό,τι θεωρεί απαραίτητο για την προβολή του πολιτισμού του. Αίθουσες Συναυλιών. Όπερες, Θέατρα, Βιβλιοθήκες, Αμφιθέατρα, Εστιατόρια, ακόμα και Ξενώνες κλπ. Θα μπορεί να οργανώνει μεγάλα ετήσια Φεστιβάλ και να έχει καθημερινή παρουσία - δραστηριότητα.

Η UNESCO, λόγω της αποστολής της, θα έπρεπε να έχει έδρα την Ελλάδα. Αν αυτό δεν γίνει, θα έχει μια μόνιμη ενεργό αντιπροσωπεία που μαζί με τις τοπικές υπηρεσίες θα συντονίζουν όλα τα επί μέρους προγράμματα,. Ώστε ο επισκέπτης να έχει στη διάθεσή του ένα χάρτη με τα προγράμματα όλων των Κρατών-Λαών.

Θα υπάρξουν διοργανώσεις για διεθνείς εορτές, συνεννοήσεις, εκθέσεις και Φεστιβάλ Πνεύματος, Επιστημών και Τεχνών με βάση τα αρχαία θέατρα των Αθηνών. Της Επιδαύρου. Των Δελφών. Της Δωδώνης, του Δίου και των Φιλίππων. Καθώς επίσης και η λειτουργική ανάδειξη όλων των ιδιαίτερων μνημείων της αρχαίας ελληνικής, της βυζαντινής και της νεότερης εποχής.

Τέλος η ανακήρυξη για κάθε έτος νησιών σε τόπους συνάντησης της παγκόσμιας νεολαίας. Μια διεθνής κεντρική υπηρεσία αποτελούμενη αποκλειστικά από νέους όλων των χωρών. Όπου θα αποφασίζει για τον προγραμματισμό της κάθε Νήσου - Νεότητας. Με στόχο την ψυχαγωγία. Διασκέδαση. Αθληση αλλά και βαθύτερη γνωριμία ανάμεσα στα κορίτσια και τα αγόρια όλου του κόσμου.

Πιστεύω ότι αυτός είναι ο αληθινός ιστορικός ρόλος μιας χώρας σαν τη δική μας. Με τον πλούτο που διαθέτει σε ιστορία, αγώνες για την ελευθερία και Τέχνη. Σε συνδυασμό με το θεϊκό κάλλος της ελληνικής φύσης.

Ο ελληνικός λαός, απαλλαγμένος από τα βάρη και τα άγχη, ελεύθερος και ανεξάρτητος, θα μπορεί να αφιερωθεί ολόψυχα σε ένα ιδεώδες, την Ειρήνη και σε μια προσπάθεια, τον Πολιτισμό, που και τα δύο θεωρώ ότι τα έχει στο αίμα του. Τον εκφράζουν απόλυτα, τον κινητοποιούν και τον μεταβάλλουν σε έναν ιδανικό οικοδεσπότη.

Η Ελευθερία. Η Ανεξαρτησία, Η Ειρήνη. Η Διεθνής Αλληλεγγύη, ο Πολιτισμός και η Φιλοξενία αποτελούν τα βασικά στοιχεία της ιστορικής μας παράδοσης. Της εθνικής μας αγωγής και του ατομικού μας χαρακτήρα.
Καλώ την Ακαδημία Αθηνών και παρακαλώ τα μέλη της να μελετήσουν αυτή την πρόταση και είμαι βέβαιος ότι εάν τελικά γίνει αποδεκτή. Τότε το μεγάλο κύρος της Ακαδημίας Αθηνών σίγουρα θα συγκινήσει. Θα ενθουσιάσει και θα πείσει την διεθνή κοινή γνώμη, που με τη σειρά της θα επηρεάσει τον ΟΗΕ. Τον μόνο αρμόδιο για τη λήψη μιας τόσο ιστορικής σημασίας απόφασης.

Αυτή ήταν λοιπόν η πρότασή μου και σας ευχαριστώ που με ακούσατε - 3 Δεκεμβρίου 2013.

Ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη κατά την τελετή υποδοχής του ως επίτιμου μέλους της Ακαδημίας Αθηνών. Πρόεδρος Ακαδημίας ο θεατρικός σκηνοθέτης και πανεπιστημιακός δάσκαλος Σπύρος Ευαγγελάτος (1940-2017)

Μίκης Θεοδωράκης: Εθνική Ανεξαρτησία, εθνικός πλούτος, παγκόσμια ειρήνη, ουδετερότητα. Δ'Τόμος.


Οι Όπερες του Μίκη Θεοδωράκη: Ο θρίαμβος του λυρισμού.


ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ "ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ" 4η ΣΥΝΕΔΡΙΑ

1. Η όπερα «Κώστας Καρυωτάκης»

Προεδρείο:

Ιουλίτα Λαζαρίδου Ελμαλόγλου, μουσικολόγος.

Γιάννης Μεντζελόπουλος Καλλιτεχνικός Δ/ντής Ωδείου Χανίων & Δ/ντής Χορωδίας.

Μιχάλης Αεράκης Καλλιτεχνικός Δ/ντής Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κρήτης

Στο βήμα η Gail Holst-Warhaft

ο μπαλέτο «Ζορμπάς» παίχτηκε στο αρχαίο θέατρο της Βερόνας τον Αύγουστο του 1988. Ο Θεοδωράκης ένιωσε περήφανος, όταν το βράδυ της πρεμιέρας που θα διηύθυνε την ορχήστρα, είδε σε πανό να γράφεται το όνομά του δίπλα στους γίγαντες της ιταλικής όπερας. Μετά το θρίαμβο του μπαλέτου, και αφού είχε πιει δύο-τρία ποτηράκια κρασί, έδωσε μια υπόσχεση στο διευθυντή του φεστιβάλ: «Θα γράψω τρεις όπερες» είπε, «μια για το Βέρντι, μια για τον Πουτσίνι, και μια για το Μπελίνι.»

Για ένα συνθέτη που πλησίαζε τα εβδομήντα και που δεν είχε γράψει καμιά όπερα μέχρι τότε, η πιθανότητα να εκπληρωθεί η υπόσχεση φάνηκε στον Ιταλό ελάχιστη. Αλλά δεν επρόκειτο ούτε για ματαιόδοξη επιθυμία, ούτε για επαναστατική ενέργεια ενός ανθρώπου που μια ζωή γράφει μουσική για φωνή και για ορχήστρα, και που για σαράντα χρόνια εξακολουθεί να γράφει μουσική για θέατρο, για μπαλέτο και για κινηματογραφικές ταινίες.

Ανάμεσα στα 1984 και 1986 ο Θεοδωράκης είχε ήδη γράψει την όπερα «Κώστας Καρυωτάκης ή οι Μεταμορφώσεις του Διονύσου». Πρόκειται για ένα έργο που χαρακτηρίζεται ως «όπερα μπούφα» και βασίζεται στη ζωή και στο θάνατο του ποιητή. Ο Θεοδωράκης την εμπνεύστηκε από την αηδία που ένιωθε για τη σύγχρονη κυβερνητική πολιτική. Στον «Καρυωτάκη», στην πραγματικότητα, ο συνθέτης έβαλε μέσα σ’ ένα πλαίσιο πικρής σάτιρας λυρικά στοιχεία. Το αποτέλεσμα είναι μια σκόπιμα γκροτέσκα, μαύρη κωμωδία, ένας μπρεχτικός εφιάλτης, από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει την κριτική και ο αυτόχειρας ποιητής θεωρεί τους πάντες υπεύθυνους όχι μόνο για το θάνατό του αλλά και για το θάνατο του έθνους του. Η όπερα «Κώστας Καρυωτάκης» είναι ένα σχόλιο του συνθέτη για τη δεκαετία του ’80. Πιστεύει ότι και αυτή η δεκαετία είναι άλλη μια περίοδος στιγματισμένη από την κατάχρηση της εξουσίας σε μια χώρα που στην ιστορική πορεία της έχει καταδυναστευτεί από ξένους και ντόπιους.

Η «όπερα» αυτή ήταν ένα θυμωμένο, χωρίς απόγνωση όμως, ξέσπασμα του συνθέτη. Ο υπότιτλος της όπερας δένει το έργο με μια άλλη σύνθεση, τον κύκλο τραγουδιών για λαϊκό τραγουδιστή, χορωδία και τη λαϊκή ορχήστρα «Διόνυσος», που παρουσιάστηκε το 1985 στο θέατρο «Ορφέας» στην Αθήνα. Ο Θεοδωράκης ονόμασε αυτόν τον κύκλο «σύγχρονο θρησκευτικό δράμα», τονίζοντας ότι ο σκοπός του ήταν να ξαναφέρει, όπως λέει, «στην μνήμη του λαού, αρχαίους και σύγχρονους μύθους, ελπίζοντας να τον βοηθήσω να δει μέσα από τα σύμβολα, την ουσία της ζωής του, που έχω την γνώμη ότι χάνεται όλο και πιο πολύ».

Η επιστροφή του θεού Διόνυσου δίνει μια συμβολική και μυθική διάσταση στη τραγωδία της σύγχρονης Ελλάδας. Μετά από χρόνια ξένης παρέμβασης, πολέμους και κατοχές η χώρα υποφέρει από την κατάχρηση εξουσίας και την οργιαστική κατανάλωση που μπορεί να νικήσει, φαίνεται, ακόμη και το Διόνυσο. Αλλά με τέτοιο θεό, ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει; Ο Διόνυσος, το σύμβολο του ελληνικού παρελθόντος, είναι που ενώνει το κοσμικό με το ιερό και αφήνει χώρο για ελπίδα. Στις όπερες που θα συνθέσει ο Θεοδωράκης την επόμενη δεκαετία, θα επιστρέψει στην πηγή έμπνευσής του, στο μυθικό και συμβολικό κόσμο της αρχαίας Ελλάδας και θα δημιουργήσει μια τριλογία τραγωδιών μ’ ένα νέο λυρισμό, ένα λυρισμό που υπερβαίνει την πικρία του παρελθόντος και καταφάσκει στη δύναμη της ανθρώπινης αγάπης και του έρωτα.

Ο Θεοδωράκης πιστεύει ότι οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με το τραγικό. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό οφείλεται στην ιστορία της χώρας τους ή ακόμη στο ότι το έχουν στο αίμα τους που τους ευχαριστεί η ακραία έκφραση του πόνου στη λογοτεχνία. Εν πάση περιπτώσει, ο Θεοδωράκης πάντοτε ταυτιζόταν με τις τραγικές μορφές της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και ιδιαίτερα με τις τρεις ηρωίδες που στέκονται μόνες και χωρίς φόβο στο κέντρο των λεγόμενων «λυρικών τραγωδιών»: Μήδεια, Ηλέκτρα και Αντιγόνη. Το πρόβλημα για το συνθέτη ήταν πώς να μετουσιώσει αυτή την ιδιαίτερη έλξη που ασκούσε πάνω του η τραγωδία σε μουσική μορφή. Η λύση ήταν, όπως έχει συμβεί με όλα σχεδόν τα έργα του, να βασιστεί στον ποιητικό λόγο, ώστε αυτός να του εξασφαλίσει τη μουσική έμπνευση. Ο συνθέτης ένιωθε ότι ο Ευριπίδης τον οδηγούσε πιο κοντά στον άνθρωπο και στην ανθρώπινη κοινωνία παρά ο Αισχύλος, ο οποίος έβλεπε τον άνθρωπο ως όργανο της θεϊκής θέλησης.

Ο σεβασμός του Θεοδωράκη για το κείμενο του Ευριπίδη τον οδήγησε όχι μόνο να ακολουθήσει το πρωτότυπο λέξη προς λέξη και στίχο προς στίχο, αλλά να δημιουργήσει μια μοναδική μελωδική γραμμή που αρχίζει με την πρώτη φράση της τροφού και τελειώνει με το τελευταίο χορικό. Δεν σημαίνει όμως ότι μια μόνο μελωδία κυριαρχεί στο έργο, αλλά η μελωδία, το μέλος, είναι το κυρίαρχο στοιχείο που θα επηρεάσει τις άπειρες αντιθέσεις και μεταβολές των χαρακτήρων. Όπως θα περίμενε κανείς, με τέτοια εμμονή στη μελωδία, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ρετσιτατίβο, ακόμη και οι πιο γρήγοροι διάλογοι τραγουδιούνται σε μια μελωδική μορφή.

Η εστίαση του συνθέτη στη μελωδία σημαίνει ότι κάθε μελωδική γραμμή είναι φορτωμένη με συμβολικό βάρος. Το εναρκτήριο θέμα της Μήδειας θυμίζει τη μουσική που έγραψε ο Θεοδωράκης για τη ταινία «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη. Δημιουργεί μια μελαγχολική, απειλητική ατμόσφαιρα που θα ανακαλείται σε κρίσιμες στιγμές της όπερας αλλά και στις δυο επόμενες των «λυρικών τραγωδιών» του. Τέτοιες οικείες μελωδίες και ρυθμοί αποδεικνύουν τη συνέχεια μεταξύ αρχαίας και σύγχρονης Ελλάδας υπογραμμίζοντας ότι αυτό το δράμα συμβαίνει σ’ ένα τόπο που κατοικείται ακόμα από Έλληνες.

Η Μήδεια είναι πρόσφυγας από τον Πόντο. Ο Ευριπίδης με το τέχνασμα της τροφού, που κάνει έκκληση ευθέως στους θεατές για συμπόνια, μας καλεί να καταλάβουμε την τρομερή θέση της Μήδειας ως ντροπιασμένης εξόριστης. Ο Θεοδωράκης αποδίδει αυτή την έκκληση για κατανόηση με μια μουσική γλώσσα που υπογραμμίζει ότι η Μήδεια δεν είναι εντελώς ξένη, αλλά πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. «Νιώθω πόνο στη καρδιά κι ήρθα να κλάψω… Να πω τα πάθη της κυράς μου σε ουρανό και γη» μας λέει η τροφός σε μια άρια που θα μπορούσε να ενορχηστρωθεί ξανά ως ένα μικρασιάτικο ρεμπέτικο τραγούδι.

Αντί για συμπόνια από τους Κορίνθιους η Μήδεια αντιμετωπίζει τον ίδιο εθνικισμό με τον οποίο οι Έλληνες υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες το 1922. Όταν ο Ιάσονας διαλαλεί ότι πρέπει να είναι ευγνώμων που ζει τώρα στην Ελλάδα και ο χορός των ανδρών επαναλαμβάνει «ζεις στην Ελλάδα. Οι Έλληνες σε επαινούν», ενοχλούμαστε για το σωβινισμό τους. Ο χορός των γυναικών μας θυμίζει ότι αυτά είναι κούφια λόγια, λόγια που λέγονται πολύ καθυστερημένα προς αντίπαλο πιο ισχυρό από τον ίδιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις βλέπουμε πόσο υπολογίζει ο Θεοδωράκης στην ιδιότητα του ανδρικού χορού. Η ύπαρξη αντρικού και γυναικείου χορού επιτρέπει στο συνθέτη να τονίσει τη διαφορά μεταξύ της αρσενικής και θηλυκής στάσης απέναντι στη συμπεριφορά της Μήδειας. Ενώ οι άνδρες φοβούνται τη Μήδεια, οι γυναίκες, τουλάχιστον στην αρχή, είναι με το μέρος της.

Αντίθετα με τις ηρωίδες στις επόμενες όπερες – Ηλέκτρα και Αντιγόνη – η Μήδεια είναι μια άστατη γυναίκα, που βασανίζεται ανάμεσα στην επιθυμία της για εκδίκηση και στην αγάπη της για τα παιδιά της. Μουσικά οι διαθέσεις της αποκαλύπτονται με γρήγορες αλλαγές μελωδικής γραμμής, τέμπο και ρυθμού. Από την πρώτη της κιόλας εμφάνιση μοιάζει σαν μια δύναμη της φύσης, σαν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.

Στη μουσική του Ιάσονα βρίσκουμε μια επινόηση του Θεοδωράκη που θα τη χρησιμοποιήσει σ’ όλη την τριλογία: τα χάλκινα όργανα θα γίνουν σύμβολο κοσμικής εξουσίας, εξουσίας που ωστόσο φοβάται τον αντίπαλο. Ο Ιάσονας δίνει τις διαταγές του με μουσική γρήγορη και εκρηκτική.

Οι γυναίκες του χορού καταγγέλλουν όχι μόνο τον Ιάσονα, αλλά και την τύχη των γυναικών. Η κορυφαία μας θυμίζει τι θυσίασε η Μήδεια αφήνοντας το πατρικό της σπίτι και ταξιδεύοντας με το μικρό σκάφος του Ιάσονα στην Ελλάδα. Η άριά τους έχει ένα απαλό, λικνιστικό ρυθμό που μιμείται την κίνηση του σκάφους του Ιάσονα, αλλά φτάνει σε δραματική κορύφωση, όταν ο χορός μαζί με την κορυφαία κάνουν μια επίθεση στην ελληνική ηθική, επίθεση που δεν αφήνει αδιάφορο το σύγχρονο ελληνικό κοινό. «Ω Ελλάδα! Ελλάδα δοξασμένη! Ποιος σέβεται σήμερα όρκους και τιμή; Στους ουρανούς πέταξαν και χάθηκε η ντροπή!»

Στη λογομαχία Ιάσονα – Μήδειας η Μήδεια θυμίζει τον άνδρα της ότι αυτή ήταν που τον έκανε ήρωα προδίδοντας και σκοτώνοντας τους συγγενείς της. Η τραγουδιστή απάντηση του Ιάσονα, που συνοδεύεται από συνεχή αρπίσματα, μας υπενθυμίζει ότι αυτός που μιλάει είναι ένας ναύτης που αντιλαμβάνεται τη φουρτούνα που δημιούργησαν τα λόγια της. Αλλά ο λόγος του, άλλοτε σωβινιστικός άλλοτε πραγματικός, καταφέρνει μόνο να μετατρέψει τη φουρτούνα σε κυκλώνα.

Όταν η Μήδεια πείθει τον Αιγέα να ορκισθεί μπροστά στους θεούς – στη Γη, στον Ήλιο, στο Δία, στον ‘Αδη και στη Μοίρα – ότι θα την προστατέψει, η μεγαλοπρεπής μελωδία του χορού διακόπτει την πράξη και ο ιερός χαρακτήρας της προσευχής ενισχύεται μουσικά. Η προσευχή στο τέλος της πρώτης πράξης ξαναπιάνεται από το χορό των γυναικών στη δεύτερη πράξη, που ζητούν τη βοήθεια του Ερμή να οδηγήσει τον Αιγέα με ασφάλεια στο παλάτι του. Η Μήδεια επίσης επικαλείται τους θεούς πριν ανακοινώσει τα τρομαχτικά της σχέδια. Από δω και πέρα η Μήδεια βρίσκεται στην επίθεση, αλλά ο θρίαμβός της είναι πιο πικρός από οποιαδήποτε αποτυχία.

Ανηλεής από τη μανία της ετοιμάζεται να σκοτώσει τα παιδιά της, ενώ ακούμε τη δυσοίωνη μουσική της αρχής της όπερας. Αλλά ξαφνικά αρχίζει μια εκπληκτική άρια. Η μελωδία βασίζεται σ’ ένα τραγούδι του Θεοδωράκη του 1969 με τίτλο «Ο χρησμός» σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Σ’ αυτό το περιβάλλον, η γλυκιά και μελαγχολική μελωδία μεταμορφώνει τη γυναίκα, που μόλις σκότωσε δύο ανθρώπους με βάρβαρο τρόπο και ετοιμάζεται να σκοτώσει τα δικά της παιδιά, σε τρυφερή μητέρα.

Ένα χαρακτηριστικό της τραγωδίας, όπως παρατηρεί ο Θεοδωράκης, είναι ότι όλοι οι πρωταγωνιστές έχουν δίκιο από την πλευρά τους, μέχρι και ο Ιάσονας, που ο συνθέτης του χαρίζει την λυτρωτική του στιγμή. Η άρια που τραγουδάει, όταν μαθαίνει για το θάνατο των παιδιών του είναι ο θρήνος ενός ανθρώπου που έχει λυγίσει από την απελπισία. Οι ρόλοι ανατρέπονται. Ο πόνος δίνει στον Ιάσονα μια καινούργια αξιοπρέπεια, ενώ η Μήδεια γίνεται μια θριαμβεύουσα ξένη. Εδώ η ορχήστρα τονίζει, πετυχημένα αυτή την ανατροπή. Τα χάλκινα όργανα, σύμβολο ανδρικής εξουσίας, συνοδεύουν τώρα τη Μήδεια.

Στις τελευταίες στιγμές της όπερας η σύντομη άρια της Μήδειας, με την οποία δηλώνει το σκοπό της να θάψει τα παιδιά της μακριά από την Κόρινθο στο Ναό της Ήρας, είναι ακόμα μια ιερή στιγμή που ο συνθέτης μάς βοηθάει να καταλάβουμε το λειτουργικό χαρακτήρα της τραγωδίας και την πεποίθηση του Θεοδωράκη ότι όλοι έχουν δίκιο. Αν υπάρχει απόλυτο κακό, αυτό βρίσκεται στην κοσμική εξουσία και στην κατάχρησή της.

Είναι πολύ σημαντικό που ο Θεοδωράκης έχει διαλέξει αντί ήρωες ηρωίδες, που και οι τρεις στέκονται μόνες μπροστά στην εξουσία του κράτους. Όπως η Μήδεια έτσι και η Ηλέκτρα του Σοφοκλή είναι μια τραγωδία, στην οποία μια καταφανώς αδύναμη γυναίκα νικάει τις δυνάμεις που την καταπιέζουν. Και όπως η Μήδεια, έτσι και η Ηλέκτρα είναι το αδυσώπητο όργανο της εκδίκησης. Όπως εξηγεί ο συνθέτης, η Ηλέκτρα είναι η «Εκλεκτή» από τους Νόμους της Παγκόσμιας Αρμονίας. Ο χορός μας δίνει τα κλειδιά του χαρακτήρα της. Είναι πρώτ’ απ’ όλα μόνη. Συνέχεια θρηνεί τον πατέρα της, αλλά ταυτόχρονα καταφρονεί το θάνατο. Η μοίρα της μπορεί να είναι μαύρη αλλά στο τέλος θα δοξαστεί και θα θεωρηθεί σοφή και ενάρετη επειδή υποστήριξε τους νόμους της αρμονίας και της φύσης και σεβόταν το Δία.

Από την τριλογία, η Ηλέκτρα είναι μάλλον η πιο δραματική όπερα και η πιο δύσκολη. Πώς, τότε, εκπληρώνεται η ενόραση του συνθέτη και εκφράζει όχι μόνο ολόκληρη την κλίμακα των ανθρώπινων αισθημάτων, αλλά και αντιπροσωπεύει παράλληλα τους νόμους της αρμονίας και της φύσης; Σε ποια μουσική γλώσσα μιλάει ο συνθέτης, όταν απευθύνεται στον ακροατή της «κλασικής» όπερας;

Εδώ ο χορός παίζει σημαντικό ρόλο. Όπως στη Μήδεια έτσι και στην Ηλέκτρα γυναίκες και άνδρες τραγουδάνε ξεχωριστά. Στο πρώτο χορικό οι γυναίκες έχουν μια αιθέρια μελωδία σε 6/8 που ταιριάζει με την προσπάθειά τους να γαληνέψουν το άγριο πένθος της Ηλέκτρας. Σ’ ένα δραματικό πέρασμα μπαίνουν οι άνδρες και μιλάνε για το φόνο του Αγαμέμνονα, αλλά και εδώ οι σοπράνοι και τενόροι τραγουδάνε ομόφωνα, όπως και οι άλτοι και οι μπάσοι, για να μπορέσουμε ν’ ακούσουμε καθαρά τα λόγια τους.

Πριν ακόμα ακουστεί η φωνή της Ηλέκτρας αιθέρια μέσα από το παλάτι, οι Μυκήνες έχουν καθιερωθεί μουσικά ως ιερός τόπος. Στην αρχή της όπερας ο Ορέστης και η Ηλέκτρα προσεύχονται στους θεούς. Η μουσική του Θεοδωράκη τονίζει την κεντρική αντίθεση της όπερας μεταξύ της κοσμικής αρμονίας της φύσης και της ασυμφωνίας μέσα στο παλάτι.

Μετά από την προσευχή στο φως ακολουθεί μια προσευχή στους θεούς του Κάτω Κόσμου και στον Ερμή, που ενώνει τους δυο κόσμους. Ο χορός υποστηρίζει την Ηλέκτρα και η μουσική του όχι μόνο θυμίζει την αρχή της όπερας, αλλά μας βοηθάει να καταλάβουμε ότι και αυτός εμπλέκεται στο ιερό καθήκον να αποκαταστήσει την χαμένη αρμονία του παλατιού.

Ο ρόλος του αλλάζει στην επομένη σκηνή. Στη αρχή της διαμάχης των δυο αδελφών προσπαθεί να γαληνέψει την οργή τους, αλλά η μουσική γλώσσα δείχνει ότι οργίζεται με τους πρωταγωνιστές. Στη κορυφή της διαμάχης η Ηλέκτρα παρακαλεί την αδελφή της να πετάξει τις προσφορές της μητέρας της και να μην τις βάλει στον τάφο του πατέρα τους. Σ’ αυτό το σημείο έχουμε την πιο χαρακτηριστική μελωδική, ρυθμική ενορχήστρωση της όπερας. Πάνω σ’ ένα σχεδόν χορευτικό ρυθμό η Ηλέκτρα προφέρει τα σύμφωνα σαν πολυβόλο. Η έκρηξη τελειώνει, χαμηλώνει η ένταση, αλλά η θεϊκή γαλήνη δεν διαρκεί.

Στη αρχή της επομένης σκηνής («Αν δεν είμαι μάντισσα τρελή») ο Θεοδωράκης υπογραμμίζει το διπλό χαρακτήρα του χορού. Απ’ τη μια πλευρά αντιπροσωπεύει τις Μυκήνες, μια ματωμένη πόλη. Απ’ την άλλη πλευρά, λυρικά, ο χορός μας θυμίζει την ομορφιά του ελληνικού τοπίου. Τώρα ο ρόλος του είναι να ετοιμάσει την είσοδο της Κλυταιμνήστρας. Η διαμάχη της Ηλέκτρας με την Κλυταιμνήστρα είναι η πιο αμείλικτη της τραγωδίας. Είναι γραμμένη στη μορφή ενός ιδιότυπου Βυζαντινού ρετσιτατίβου που χαρακτηρίζεται από τη χρήση σύμφωνων συγχορδιών. Αλλά και πάλι, όταν η βασίλισσα, ανίκανη να συνεχίσει τη στιχομυθία, ζητάει την άδεια να κάνει τις θυσίες στον τάφο, ο συνθέτης τής χαρίζει τη στιγμή της. Όταν απευθύνεται στους θεούς, ιδιαίτερα στον Απόλλωνα, η μουσική γίνεται η γέφυρα, ο μεσολαβητής με την Παγκόσμια Αρμονία και η άριά της μας μεταφέρει από το σκοτάδι στο φως.

Στην περίφημη σκηνή όπου ο παιδαγωγός εξιστορεί το θάνατο του Ορέστη, η μουσική μεταμορφώνει το φανταστικό ψέμα σ’ ένα μεθυστικό χορό. Εδώ η μουσική καταφέρνει κάτι που δεν μπορούν να κάνουν τα λόγια. Στη διάρκεια της αφήγησής του, ακούμε τα άλογα να καλπάζουν έξαλλα. Ο χορός θρηνεί τον Ορέστη μ’ έναν ύμνο που είναι ριζίτικο τραγούδι. Τουλάχιστον στην Ελλάδα ο ακροατής καταλαβαίνει τη σημασία ενός τέτοιου τραγουδιού.

Η δεύτερη πράξη αρχίζει, όπως και η πρώτη, με μια σκηνή την αυγή, όπου η σύγκριση μεταξύ της χαράς της Χρυσόθεμης και της απελπισίας της Ηλέκτρας δίνεται από το τονικό ύψος των φωνών τους, η μια σοπράνο, η δεύτερη μέτζο. Στην επόμενη σκηνή είναι ο Πυλάδης, και όχι ο Ορέστης που υπερέχει. Ο Ορέστης προσπαθεί να μείνει ουδέτερος, ενώ ο Πυλάδης τραγουδάει μια σχεδόν δημοτική μελωδία με την οποία φαίνεται να υπερνικά τον πόνο. Ο Ορέστης λυπάται την Ηλέκτρα και πείθει τον Πυλάδη να της δώσει την τεφροδόχο. Τώρα τραγουδάει η Ηλέκτρα μια λυρική μελωδία. Σε τέτοιες στιγμές φαίνεται καθαρά ο ιερός χαρακτήρας της όπερας. Από δω και πέρα η ένταση ανεβαίνει, αλλά παρά τη φριχτή αναπόφευκτη πράξη που θα γίνει, υπάρχει ένας λυρισμός που μας οδηγεί σ’ ένα ανώτερο κόσμο. ‘Αλλη μια παρόμοια στιγμή συνοδεύει την αναγνώριση του παιδαγωγού. Μουσικά, αυτή η δεύτερη αναγνώριση είναι μια από τις κορυφαίες στιγμές της όπερας. Για λίγο η Ηλέκτρα εγκαταλείπει την οργή και το πένθος της. Ο Ορέστης τώρα προωθεί την πράξη, αλλά πριν συνεχίσουν, πρέπει να απευθύνουν στον Απόλλωνα μια προσευχή. Ο παραλληλισμός μεταξύ αυτής της σκηνής και της ιερής ατμόσφαιρας της αρχικής σκηνής υπογραμμίζεται με μια επιστροφή στο θέμα των Μυκηνών.

Ήδη ακούστηκε η μουσική γλώσσα της όπερας και όπως προχωρεί στο φοβερό τέλος και η Ηλέκτρα σαν σκύλα ουρλιάζει για εκδίκηση, αναγνωρίζουμε τους ρυθμούς και την ενορχήστρωση που συνδέονται με την ένταση, με τη μανία, αλλά και με τη φύση και την αρμονία του κόσμου. Για παράδειγμα τη στιγμή που ο Αίγισθος πλησιάζει το παλάτι, μετά από τη σφαγή της Κλυταιμνήστρας, ο Θεοδωράκης επικαλείται τη βασιλεία της φύσης και του ουρανού ως μια διαμαρτυρία για τις φριχτές πράξεις των ανθρώπων. Παρά τα θετικά λόγια του χορού, το τέλος του έργου είναι τόσο βίαιο που δεν μπορούμε εύκολα να πιστέψουμε ότι η Ηλέκτρα έχει κάνει «ένα βήμα προς τη λευτεριά». Και η μουσική, που καλπάζει άγρια μέχρι το τέλος, μας αφήνει με την εντύπωση ότι και ο συνθέτης απορεί.

Κανένας που δε γνωρίζει το λαϊκό έργο του Θεοδωράκη δεν θα συνδέσει την όπερα Αντιγόνη με το θεατρικό έργο του που στηρίζεται στον ίδιο μυθικό υλικό, Το τραγούδι του νεκρού αδελφού δηλαδή, γραμμένο όταν οι πληγές του εμφύλιου ήταν ακόμα ανοιχτές. Για να τονιστεί πάλι ο παραλληλισμός με την σύγχρονη ελληνική ιστορία, ο συνθέτης έπρεπε να επεκτείνει την όπερα πέρα από την Αντιγόνη του Σοφοκλή και να γράψει το δικό του λιμπρέτο, φτιάχνοντας ένα κολάζ από πέντε αρχαία έργα που αναφέρονται στον κύκλο της Θήβας. Χρειάζεται μια Ιοκάστη που σπαράσσεται ανάμεσα στους δυο γιους της και έναν Οιδίποδα ως σύμβολο αυτοκαταστροφής. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Θεοδωράκης μπόρεσε να τονίσει τον κυκλικό χαρακτήρα της ανθρώπινης σύγκρουσης και την αμηχανία των αθώων να παρέμβουν. Ο Ετεοκλής και ο Κρέοντας έχουν το ίδιο πάθος για εξουσία, ενώ ο Οιδίποδας και η Αντιγόνη καταφέρνουν να γίνουν κοινωνοί των «νόμων της παγκόσμιας αρμονίας».

Η προσωπική ερμηνεία του Θεοδωράκη για την Αντιγόνη του δίνει τη δυνατότητα να ενώσει τη μουσική με τη φιλοσοφική ενόρασή του για την αναπόφευκτη, παγκόσμια ανθρώπινη τραγωδία, αλλά και για την ιδιαίτερη τραγωδία της χώρας του. Δραματικά η όπερα πληρώνει το κόστος του ετερόκλητου χαρακτήρα του υλικού της. Η μακροσκελής άρια του Οιδίποδα στην αρχή της όπερας βαραίνει την πράξη πριν αρχίσει. Ως «alter ego» του συνθέτη ο Οιδίποδας επηρεάζεται από το νόμο της παγκόσμιας αρμονίας, κάτι που υπάρχει πέρα από τη μεταφυσική αναζήτηση και τον τελικό προορισμό του.

Η εμφάνιση του Ετεοκλή, ο διάλογός του με το χορό και οι προετοιμασίες για πόλεμο είναι στοιχεία από τους Επτά επί Θήβας. Η εισαγωγή του Οιδίποδα ως αφηγητή ανοίγει το δρόμο για την τρίτη σκηνή, που βασίζεται στις Φοίνισσες του Ευριπίδη με τις γρήγορες στιχομυθίες ανάμεσα στον Κορυφαίο, στον Κρέοντα και στην Αντιγόνη. Σ’ αυτό το έργο οφείλεται και η εμφάνιση της Ιοκάστης και η προσπάθειά της να συμφιλιώσει τους δυο αδελφούς. Η σύγκρουση σπαθιών και λόγων καταφέρνει να δημιουργήσει μια δραματική ένταση που φτάνει στην κορύφωσή της, όταν η Ιοκάστη τραγουδάει την καταπληκτική της άρια «Η πιο δύστυχη μητέρα». Οι πηγές αυτής της άριας είναι δυο τραγούδια γραμμένα το 1942 στην Τρίπολη σε μια τραυματική εποχή για το έθνος αλλά και αθώας εφηβείας. Αυτές οι μελωδίες ανακαλούνται σε στιγμές που τονίζουν την καθαρότητα της αγάπης της Ιοκάστης για τα παιδιά της και της Αντιγόνης για τον Αίμωνα.

Όπως στις προηγούμενες όπερες, ο χορός της Αντιγόνης τραγουδάει συχνά ομόφωνα ή σε δυο φωνές και η μουσική του είναι πιο απλή ώστε να λειτουργεί ως σχολιαστής που επικοινωνεί με τους ακροατές. Και όπως είδαμε στις άλλες όπερες, ο συνθέτης χρησιμοποιεί τριπλούς ρυθμούς ή ένα συνδυασμό 2 με 3 στα πιο δραματικά μέρη της πράξης.

Στην αρχή της δεύτερης σκηνής ακούμε ένα μελωδικό μοτίβο που θα κυριαρχήσει στην υπόλοιπη πράξη. Η σύγκρουση του Οιδίποδα με το χορό τονίζεται όχι μόνο από την ακατέργαστη μουσική, αλλά και από τη σύγκρουση ανδρικών φωνών. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στη σύγκρουση των δυο αδελφών, όπου ο γεμάτος αυτοπεποίθηση βαρύτονος Ετεοκλής διαφέρει φανερά από τον έντρομο τενόρο Πολυνείκη. Η αντίθεση των μελωδικών θεμάτων της πρώτης και δεύτερης πράξης υπογραμμίζει τη μεγάλη διαφορά μεταξύ τους. Όπου η πρώτη πράξη της Αντιγόνης συμπυκνώνει υλικό από διαφορετικές αρχαίες τραγωδίες σ’ ένα κολάζ που διακινδυνεύει την ενότητά της, η δεύτερη συνεπάγεται άλλη μια μορφή συμπύκνωσης, όπου το πρωτότυπο συγκεντρώνεται σε με μια μοναδική φράση, η οποία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στα αρχαία και στα νεοελληνικά.. «Έρως ανίκατε μάχαν, δηλαδή έρωτα ανίκητε στη μάχη», ώσπου στο τέλος της όπερας γίνεται υπνωτική.

Αν η Ηλέκτρα είναι η πιο δραματική όπερα του Θεοδωράκη, ένα tour de force ρυθμικής έντασης και μεγάλων οπερατικών στιγμών, η τρίτη λυρική τραγωδία, η Αντιγόνη είναι η κατάλληλη επιλογή για τελευταίο έργο της τριλογίας. Το μπαλέτο Αντιγόνη ήταν η πρώτη διεθνής εντολή που πήρε ο συνθέτης και το έργο είναι κάτι που πάντοτε τον τραβούσε. Για το Θεοδωράκη η Αντιγόνη αντιπροσωπεύει «ένα ολοκληρωμένο, κλειστό κύκλο ανθρώπινης τραγωδίας. Συμβολίζει το αιώνιο κακό, το επαναλαμβανόμενο δράμα που σαν κατάρα συνοδεύει το ανθρώπινο γένος: από τη μια πλευρά υπάρχουν οι θύτες, από την άλλη τα θύματα. Οι Θεοί του Κακού συμβολίζουν το βασικό ένστικτο της κυριαρχίας, της δίψας για δύναμη και εξουσία.»

Μια ολόκληρη πόλη καταστρέφεται από αυτό το ένστικτο, αλλά μέσα από τις στάχτες ξεπηδούν η Αντιγόνη και ο Αίμων, «τα δύο απαραίτητα θύματα της κοινωνίας που θα θυσιαστούν για να εξευμενίσουν το Κακό..» Έτσι δίνουν την ευκαιρία στο συνθέτη να τελειώσει την τριλογία του όχι απαισιόδοξα αλλά με θριαμβευτικό λυρισμό.

Ξέρω καλά ότι παρέλειψα από τη σημερινή εισήγησή μου την κωμική όπερα «Λυσιστράτη». Δεν ήταν μόνο για λόγους χρόνου, αλλά κυρίως επειδή μας οδηγεί σε πολύ διαφορετικό μουσικό και πνευματικό περιβάλλον. Η τριλογία βασισμένη σε αρχαίες τραγωδίες τελειώνει εύστοχα μ’ ένα έργο που έχει απασχολήσει το συνθέτη στη διάρκεια της καριέρας του, έργο που έχει ιδιαίτερη απήχηση όχι μόνο σε κείνον, αλλά και σε όλους τους Έλληνες που έζησαν την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Ο θρίαμβος της Αντιγόνης είναι ο θρίαμβος του ανθρώπινου πνεύματος, του έρωτα, της μουσικής, του λυρισμού και του συνθέτη που έχει γίνει για τόσους ανθρώπους σε τόσες χώρες ζωντανό σύμβολο αυτού του θριάμβου.



Γκέιλ Χολστ-Βάρχαφτ (Gail Holst-Warhaft)

Γεννήθηκε στην Αυστραλία. Από τότε που επισκέφτηκε δύο φορές την Ελλάδα, το 1965 και το 1967, η Ελληνική μουσική και ο ελληνικός λαός τράβηξαν αμέσως το ενδιαφέρον της και έγινε ενεργό μέλος του Ελληνικού αντί-δικτατορικού κινήματος στο Sydney. Εκεί σπούδασε άρπα και έγινε δημοσιογράφος.

Το 1970 γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη στο Sydney. Θρυλική φιγούρα τότε, πρόσφατα αποφυλακισμένος, είχε γίνει διεθνές σύμβολο της αντίστασης κατά της δικτατορίας. Το 1974, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ο Θεοδωράκης την κάλεσε να παίξει μαζί του σε μια από τις πρώτες περιοδείες του στην Ελληνική περιφέρεια. Αργότερα εμφανίστηκε ξανά με τον Θεοδωράκη σε μια παραγωγή του Αριστοφανικού έργου «Ιππής» στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Η Χολστ-Βάρχαφτ εμφανίστηκε επίσης με άλλους Έλληνες συνθέτες κατά την δεκαετία του 1970, μεταξύ των οποίων ο Διονύσης Σαββόπουλος και η Μαρίζα Κοχ.

Το 1975, η Χολστ-Βάρχαφτ γράφει το πρώτο της βιβλίο για την Ελληνική μουσική, Road to Rembetika: Music of a Greek Sub-culture, το οποίο έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά (Δρόμος για το ρεμπέτικο), Γερμανικά, Γαλλικά και Τούρκικα. Λίγο αργότερα, εκδίδει ένα βιβλίο για την μουσική του Θεοδωράκη, Theodorakis: Myth and Politics in Modern Greek Music (1980), το οποίο έχει επίσης μεταφραστεί στα Ελληνικά (Θεοδωράκης: Μύθος και πολιτική στη σύγχρονη ελληνική μουσική). Την δεκαετία του 1980, μετακομίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου σπουδάζει αρχαία Ελληνικά και ολοκληρώνει την διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο Cornell. Έκτοτε διδάσκει Ελληνικά και ελληνική λογοτεχνία (σύγχρονη και της αρχαίας Ελλάδας), και εργάζεται ως ανεξάρτητος συγγραφέας, μεταφράστρια και ποιήτρια. Μεταξύ των δημοσιευμένων μεταφράσεών της, είναι The Collected Poems of Nikos Kavadias, Achilles’ Fiancée (Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα) του ‘Αλκη Ζέη, Mauthausen του Ιακώβου Καμπανέλλη, και The Suppliants (Οι Ικέτιδες) του Αισχύλου. ‘Αλλα βιβλία της: Dangerous Voices: Women’s Laments and Greek Literature (1995), The Classical Moment (1999), The Cue for Passion: Grief and its Political Uses (2000), και I had Three Lives: Selected Poems of Mikis Theodorakis (2004). Η Χολστ-Βαρχαφτ πήρε το Ελληνικό 

Βραβείο Ποίησης το 2001. Η πρώτη της συλλογή ποιημάτων, Penelope’s Confession, εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1975.

Είναι μητέρα δύο παιδιών. Επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Συγκριτικής και Κλασσικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Cornell και Διευθύντρια της Μεσογειακής Πρωτοβουλίας στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών. Η σχέση της με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της. Συμμετείχε στην παραγωγή της όπερας Ηλέκτρα του Μίκη Θεοδωράκη στο Μέγαρο Carnegie το 2000, και έδωσε διαλέξεις για τη μουσική του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η μετάφραση των ποιημάτων του στα αγγλικά (I had Three Lives) άνοιξε νέο κεφάλαιο στη σχέση της με τον συνθέτη, ένα κεφάλαιο που τη συνέδεσε μέσω της ποίησης αλλά και της μουσικής, με μια προσωπικότητα της οποίας η δημιουργική μεγαλοφυΐα και το αλύγιστο πνεύμα υπήρξαν σημαντικές πηγές έμπνευσης στη ζωή της.

O «Ίνγκμαρ Ρεντίν» μεταφράζει το Άξιον Εστί.


Μονόγραμμα | Ίνγκμαρ Ρεντίν

Σκηνοθεσία: Ηρώ Σγουράκη
Φωτογραφία: Στάθης Γκόβας
Ηχοληψία: Νίκος Παναγοηλιόπουλος
Μοντάζ: Σταμάτης Μαργέτης
Διεύθυνση παραγωγής: Στέλιος Σγουράκης

«Ίνγκμαρ Ρεντίν» (καθηγητής φιλόλογος, συγγραφέας και μεταφραστής)

Σε έναν σπουδαίο Σουηδό φίλο της Ελλάδας, λάτρη του ελληνικού πνεύματος και της Γλώσσας μας, είναι αφιερωμένο το αποψινό «Μονόγραμμα». Καθηγητής, φιλόλογος, συγγραφέας και μεταφραστής στα σουηδικά έργων Ελλήνων ποιητών, λογοτεχνών και συγγραφέων.

Ο Ίνγκμαρ Ρεντίν (Ingemar Rhedin), αποτελεί μια πολύ χαρακτηριστική φυσιογνωμία πνευματικού ανθρώπου που μετέφερε και μεταλαμπάδευσε τον ελληνικό λόγο στις Σκανδιναβικές χώρες.

Ο Ίνγκμαρ Ρεντίν γεννήθηκε το 1942 σε ένα μικρό νησάκι στη Δυτική Σουηδία και σπούδασε μουσική και δραματική Τέχνη στη Βιέννη και φιλολογία στα Πανεπιστήμια της Λουντ της Ουψάλας και της Στοκχόλμης.

Η πρώτη καθοριστική επαφή του με τον ελληνικό λόγο και την πνευματική παραγωγή του τόπου μας υπήρξε όταν διάβασε τον «Ζορμπά». Αργότερα έκανε τη διατριβή του με θέμα την «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη. Την ίδια όμως περίοδο ακούει στη Σουηδία μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη. «Το Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη και αρχίζει τη δύσκολη και επίπονη προσπάθεια μετάφρασής του στα σουηδικά.

Τον Ίνγκμαρ Ρεντίν γνωρίσαμε ακόμα από την έντονη συμμετοχή και παρουσία του στις Επιτροπές για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα, την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας, να ακολουθεί και να συνεργάζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη στις εκατοντάδες συναυλίες σε ολόκληρο τον κόσμο τα πέτρινα εκείνα χρόνια.

Επιπλέον, σημαντική υπήρξε η συμβολή του ώστε οι Σουηδοί Ακαδημαϊκοί να αντιληφθούν και να κατανοήσουν το μέγεθος του συγκλονιστικού έργου που είχε μεταφράσει, «Το Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη, και να του απονείμουν το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979.

Έχει διατελέσει διευθυντής Πολιτισμού της Σουηδίας, πρόεδρος και σύμβουλος πολλών μη κυβερνητικών οργανώσεων για τον πολιτισμό. Όπως το «Διεθνές Ίδρυμα Μίκης Θεοδωράκης». Έχει δημιουργήσει για την προβολή του ελληνικού πνεύματος την εταιρεία. «Άξιον Εκδόσεις», παρουσιάζοντας στα σουηδικά έργα των Γιάννη Ρίτσου, Άγγελου Σικελιανού, Γιώργου Σεφέρη, Τάσου Λειβαδίτη, Μανόλη Αναγνωστάκη κ.ά.

Τα τελευταία χρόνια έχει αφοσιωθεί στη μετάφραση του ποιητικού έργου της Κικής Δημουλά («Χαίρε Ποτέ», «Εφηβεία της Λήθης», «Ήχος Απομακρύνσεων», «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως». «Τα εύρετρα» κ.ά.). Στην έκδοση σε βιβλία και στην παρουσίασή του σε λογοτεχνικά περιοδικά και εκδηλώσεις.

Ο Ίνγκμαρ Ρεντίν έχει βραβευθεί από τη Σουηδική Ακαδημία για τη μετάφραση του «Άξιον Εστί», από το Ίδρυμα Πολιτισμού της Ουψάλας, από την Ελληνική Δημοκρατία με το «Χρυσό Σταυρό της Τιμής» κ.ά.

Τώρα, ο μεγάλος φιλέλληνας, σε συνεργασία με σουηδικά πανεπιστήμια. Συνεχίζει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ανταλλαγών φοιτητών της Μουσικής στη Σουηδία και στην Ελλάδα.  Έχει σκοπό να προσφέρει την ευκαιρία να γνωρίζουν οι φοιτητές και οι καθηγητές τους βαθύτερα τα μουσικά ρεύματα των δύο χωρών.  Να ανταλλάξουν γνώσεις, ιδέες, εμπειρίες, όχι μόνο μουσικές αλλά εκτείνεται και στο θέατρο, στην ποίηση, στο χορό και γενικότερα στον πολιτισμού των δύο χωρών.

Το «Μονόγραμμα» έχει καταγράψει με μοναδικό τρόπο τα πρόσωπα που σηματοδότησαν με την παρουσία και το έργο τους την πνευματική, πολιτιστική και καλλιτεχνική πορεία του τόπου μας. «Εθνικό αρχείο» έχει χαρακτηριστεί από το σύνολο του Τύπου και για πρώτη φορά το 2012.

H Ακαδημία Αθηνών αναγνώρισε και βράβευσε το οπτικοακουστικό έργο. Απονέμοντας στους δημιουργούς παραγωγούς και σκηνοθέτες Γιώργο και Ηρώ Σγουράκη το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου τους και ιδίως για το «Μονόγραμμα» με το σκεπτικό ότι: «…Οι βιογραφικές τους εκπομπές αποτελούν πολύτιμη προσωπογραφία Ελλήνων που έδρασαν στο παρελθόν. Αλλά και στην εποχή μας και δημιούργησαν, όπως χαρακτηρίστηκε, έργο “για τις επόμενες γενεές”».

Η ιδέα της δημιουργίας ήταν του παραγωγού-σκηνοθέτη Γιώργου Σγουράκη, προκειμένου να παρουσιαστεί με αυτοβιογραφική μορφή η ζωή. Το έργο και η στάση ζωής των προσώπων που δρουν στην πνευματική, πολιτιστική, καλλιτεχνική, κοινωνική και γενικότερα στη δημόσια ζωή. Ώστε να μην υπάρχει κανενός είδους παρέμβαση και να διατηρηθεί ατόφιο το κινηματογραφικό ντοκουμέντο.

Η μορφή της κάθε εκπομπής έχει σκοπό την αυτοβιογραφική παρουσίαση (καταγραφή σε εικόνα και ήχο) ενός ατόμου που δρα στην πνευματική, καλλιτεχνική, πολιτιστική, πολιτική, κοινωνική και γενικά στη δημόσια ζωή, κατά τρόπο που κινεί το ενδιαφέρον των συγχρόνων του.

Σκηνοθεσία: Ηρώ Σγουράκη
Φωτογραφία: Στάθης Γκόβας
Ηχοληψία: Νίκος Παναγοηλιόπουλος
Μοντάζ: Σταμάτης Μαργέτης
Διεύθυνση παραγωγής: Στέλιος Σγουράκης


''Η Τέχνη προϋποθέτει διάλογο''




Από το εργαστήρι ιδεών που στήθηκε με πρωτοβουλία του Μίκη Θεοδωράκη το 1987 στην πόλη Τίμπινγκεν στη νοτιοδυτική Γερμανία και την ιστορική ομιλία του στο Διεθνές Συνέδριο «Ελεύθερων καλλιτεχνών»

Το 1987, με πρωτοβουλία του Μίκη Θεοδωράκη, η πόλη Τίμπινγκεν στη νοτιοδυτική Γερμανία - όπως και η Κολωνία - μετατρέπονται σε εργαστήρι ιδεών, καθώς εκεί πραγματοποιούνται δύο συνέδρια για την παγκόσμια ειρήνη.

Σε αυτά μάλιστα συμμετέχουν πολιτικοί όπως ο Οσκαρ Λαφοντέν (πρόεδρος του SPD στο κρατίδιο του Ζάαρλαντ) και ο Γιοχάνες Ράου (πρωθυπουργός τότε στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας και υποψήφιος για την καγκελαρία), αλλά και σημαντικοί συγγραφείς, όπως ο γερμανόφωνος Ελβετός Φρίντριχ Ντίρενματ, πολιτειολόγοι και καλλιτέχνες. Είναι μια περίοδος σημαντική για την Ευρώπη - μην ξεχνάμε ότι δύο χρόνια μετά οι τεκτονικές πλάκες θα μετακινηθούν και θα οδηγήσουν στην επανένωση των δύο Γερμανιών. Είναι σημαντική, όμως, και για τον ίδιο τον έλληνα μουσικοσυνθέτη, ο οποίος στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 «προκαλεί» αρκετά συχνά μέσα από κείμενα που στοχεύουν στην αφύπνιση ενός λαού όταν παραπλανάται από καιροσκοπικές πολιτικές και «πρόσκαιρες υλικές απολαύσεις».

Μέσα σε αυτό το κλίμα, εκδίδονται τα «Στοιχεία για μία νέα πολιτική» (1986), «Κρυμμένες αλήθειες» (1987, συνέντευξη), «Πού πάμε;» (1989) και «Ζητείται Αριστερά» (1990). Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη το 1986 γίνεται πραγματικότητα και κάτι που επιδιώκει από παλιότερα: η δημιουργία επιτροπών ελληνοτουρκικής φιλίας στην Ελλάδα, με πρόεδρο τον ίδιο, και στην Τουρκία με τη συμμετοχή γνωστών διανοουμένων, όπως ο Αζίζ Νεσίν, ο Γιασέρ Κεμάλ και ο Ζουλφί Λιβανελί. Επίσης το 1986 (μετά την καταστροφή στο Τσερνόμπιλ) πραγματοποιεί μεγάλη περιοδεία με συναυλίες σ΄ όλη την Ευρώπη κατά της ατομικής ενέργειας.

Στην ομιλία του στο Διεθνές Συνέδριο «Ελεύθερων καλλιτεχνών» του Τίμπινγκεν αναπτύσσει τη θεωρία του για τον ελεύθερο χρόνο και τη σημασία του στη διαμόρφωση ελεύθερων ανθρώπων. «Η βιομηχανική κοινωνία δημιουργεί άδειους ανθρώπους. Οπότε οδηγούμαστε προς τον θάνατο του πολιτισμού όπως τον γνωρίσαμε έως σήμερα. Ισως γι' αυτόν τον λόγο υπάρχουν μερικοί φιλόσοφοι που ισχυρίζονται ότι η Τέχνη θα πάψει να είναι απαραίτητη στον άνθρωπο. Δεν ξέρω αν θα είναι η Τέχνη απαραίτητη στον άνθρωπο. Πάντως αν δεν γίνουν ριζικές αναθεωρήσεις, αλλαγές στην οργάνωση της ζωής μας, είναι βέβαιο ότι η Τέχνη δεν θα έχει κανένα λόγο ύπαρξης. Γιατί η Τέχνη προϋποθέτει διάλογο...», λέει, εκτός άλλων. Η ομιλία εκείνη δημοσιεύθηκε αυτούσια στην εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine» με τίτλο «Αντιμανιφέστο»! Στην Ελλάδα δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πρώτη», το 1989 από τις εκδ. Γνώση, ενώ επανακυκλοφόρησε πέρσι από τον «Ιανό».

Αυτή τη μείωση του χρόνου απασχόλησης θα πρέπει να τη δούμε μέσα σε μια προοπτική κατά την οποία θα πρέπει να γίνουν μια σειρά από βαθιές αλλαγές. Όπως λ.χ. η ρομποτοποίηση-αυτοματοποίηση της εργασίας και για ποιον θα λειτουργεί. Ποιον θα ωφελεί; Τον εργαζόμενο ή τον ιδιοκτήτη; Οι κεφαλαιούχοι στην Ευρώπη θα πρέπει να δεχθούν τουλάχιστον αυτή την επαναστατική αρχή, κατά την οποία τα σύγχρονα προϊόντα της ανθρώπινης μεγαλοφυΐας ανήκουν σε όλο το κοινωνικό σύνολο.

Νομίζω όμως πως άρχισα ανάποδα τη σκέψη μου. Δηλαδή θα πρέπει να πω, κι αυτό λέω και υπογραμμίζω, ότι το κοινωνικό σύνολο με πρωτοπορία τους εργαζόμενους στην Ευρώπη θα πρέπει να απαιτήσει η σύγχρονη τεχνολογία -ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ρομπότ, αυτοματισμός - να περιέλθει στην ιδιοκτησία του κοινωνικού συνόλου. Δεν πρόκειται να εθνικοποιήσουμε ή μάλλον να κρατικοποιήσουμε τα εργοστάσια. Μονάχα να συμφωνήσουμε πως όπου εφαρμόζεται η νέα τεχνολογία με αποτέλεσμα τη μείωση εργασίας, αυτή η μείωση να γίνεται υπέρ των εργαζομένων, δηλαδή του κοινωνικού συνόλου, και όχι υπέρ του εργοδότη.

Κι αυτό γιατί η κοινωνία σήμερα είναι αρκετά ώριμη και δυνατή ώστε να θεσμοθετήσει την κοινωνικοποίηση της ανθρώπινης και, επομένως, της κοινωνικής ιδιοφυΐας. Γιατί οι επιστήμονες που εφευρίσκουν τα νέα, υπερσύγχρονα μέσα παραγωγής είναι κομμάτι αναπόσπαστο του κοινωνικού συνόλου, και όχι του κεφαλαιούχου που τους συντηρεί και τους πληρώνει για να πειραματίζονται και να ανακαλύπτουν.
Και για να του αφαιρέσουμε κι αυτό το επιχείρημα θα πρέπει στην Ευρώπη να θεσμοθετηθεί και να επιχορηγηθεί από το κοινωνικό σύνολο η επιστημονική έρευνα. Με άλλα λόγια, να κοινωνικοποιηθεί το «Τραστ των Εγκεφάλων». Να κοινωνικοποιηθεί η επιστημονική έρευνα, ώστε όλα τα προϊόντα της να ανήκουν σε όλους τους Ευρωπαίους.

Να λοιπόν ένα στοιχείο που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη στην πορεία και προετοιμασία για τη μείωση του χρόνου εργασίας.

Μίκης Θεοδωράκης: Μαχόμενη κουλτούρα.


 Όσα προηγήθηκαν

Σήμερα, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, η κρίσιμη μάχη θα δοθεί ανάμεσα στον άνθρωπο και τον αντιάνθρωπο. Από την εποχή των σπηλαίων φτάσαμε επιτέλους μπροστά τη μεγάλη πύλη του ελευθερωμένου από την ανάγκη ανθρώπου. Δεν μας χωρίζει πια παρά μονάχα ένα σκαλοπάτι. Που μονομιάς έγινε άβυσσος. Έγινε ο μεγαλύτερος κίνδυνος απ’ όσους πέρασε ως σήμερα η άνθρωποι ητα. Το όπλο της τίγρης είναι τα νύχια. Ο άνθρωπος του Νεάντερνταλ είχε την πέτρα. Οι Έλληνες είχαν τα τόξα. Οι σταυροφόροι τις λόγχες. Ο Χίτλερ τα κρεματόρια. Τον αντιάνθρωπο στηρίζει η αδιαφορία των άλλων, και πρώτα απ’ όλα των δημιουργών• των πνευ-ματικών οδηγών.

Όμως είναι άραγε αδιαφορία ή κάτι βαθύτερο; Αν και ζούμε σε μια εποχή όπου κυριαρχούν τα μέσα ενημέρωσης και διαφωτισμού, ωστόσο από την επομένη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι μεγάλοι δημιουργοί όλο και λιγοστεύουν, η πνευματική παραγωγή απασχολεί όλο και λιγότερο τις μεγάλες μάζες.

Εδώ και πολύ καιρό τα μεγάλα γεγονότα που απασχολούν τη διεθνή κοινή γνώμη είναι ο πόλεμος, οι κοινωνικές αναταραχές και οι πολιτικές εξελίξεις. Πολύ λίγο τα επιστημονικά επιτεύγματα. Και σχεδόν καθόλου η καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργική δραστηριότητα μεγάλα καλλιτεχνικά ονόματα βυθίζονται σταθερά στη λήθη.

Σ’ αυτή την κορυφαία στιγμή ό,τι αποτελεί τον σκληρό πυρήνα του ανθρώπου, ο δημιουργός του πολιτισμού, ο καλλιτέχνης, ο πνευματικός οδηγός είναι απών. Απέναντι στον αντιάνθρωπο που μας δολοφονεί, ο άνθρωπος, χωρίς την παρουσία του πνευματικού δημιουργού, παραμένει γυμνός και απροστάτευτος. Πού να οφείλεται άραγε αυτή η τραγική απουσία;

Τα τελευταία πενήντα χρόνια η ανθρωπότητα γνώρισε μια σειρά βαθιές αλλαγές, που δημιούργησαν μια καινούρια εποχή. Λαοί σκλάβοι έγιναν ελεύθεροι. Τάξεις υπόδουλες έγιναν κυρίαρχες. Μάζες υπανάπτυκτες γνώρισαν την πρόοδο. Αγροτικοί πληθυσμοί πέρασαν στη βιομηχανία. Οι επαφές πολλαπλασιάστηκαν. Η διακίνηση των γνώσεων, των ιδεών, των ειδήσεων και των μαζών πήρε χαρακτήρα πρωτοφανή.

Μονομιάς η Γη μας μίκρυνε. Τα σύνορα ουσιαστικά κατέρρευσαν. Η τυπογραφία, οι τηλεπικοινωνίες, η μαγνητοφώνηση έφεραν στις πύλες της πνευματικής δημιουργίας εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.

Φαίνεται όμως ότι οι πνευματικοί δημιουργοί βρέθηκαν απροετοίμαστοι μπροστά σ’ αυτό το γιγαντιαίο παλιρροϊκό κύμα των μαζών. Η καλλιτεχνική έκφραση, που απευθυνόταν ως τότε σ’ ένα επιλεγμένο κοινό, είχε προχωρήσει μέσα από τους δαιδάλους της τεχνικής προς νέες περίπλοκες μορφές, στρυφνές και αινιγματικές. Για να μπεις στα άδυτα του νέου έργου τέχνης πρέπει να διαθέτεις πολλά «ειδικά κλειδιά».

Έτσι, ενώ ο σύγχρονος τεχνικός πολιτισμός αποδέσμευε όλο και μεγαλύτερες μάζες για να τις φέρει κοντά στο έργο τέχνης, το έργο τέχνης απευθυνόταν σε όλο και πιο εξειδικευμένο κοινό. Είχαμε δηλαδή μια αντίστροφη πορεία, που τελικά απομόνωσε τους σύγχρονους δημιουργούς και άφησε το μεγάλο κοινό, τη στιγμή που μπόρεσε επιτέλους να χτυπήσει την πόρτα της τέχνης, δίχως σύγχρονο καλλιτεχνικό έργο που να το κατανοεί και να το συγκινεί. Με μια λέξη, που να το αφορά.

Όμως ο πνευματικός δημιουργός όχι μόνο βρέθηκε απροετοίμαστος μπροστά σ’ αυτή την αιφνίδια και ριζική αλλαγή. Αλλά φαίνεται ότι αυτή η πολύχρωμη, πολύγλωσση και πολυεθνική μάζα τον τρομάζει. Αισθάνεται έτσι την ανάγκη να αποσυρθεί. Ο διψασμένος για πνευματικό καλλιτεχνικό έργο λαός, όλες αυτές οι φρέσκες, γεμάτες υγεία και κίνηση δυνάμεις δεν θα βρουν νερό για να ξεδιψάσουν.

Παράλληλα, μια άνευ προηγουμένου μαζική πλύση εγκεφάλου αρχίζει, με επίκεντρο έναν νέο τύπο ζωής βασισμένο εξ ολοκλήρου σε υλικά αγαθά. Ολόκληρη η δημιουργική ζωτικότητα των μαζών αποξηραίνεται προοδευτικά από τους χυμούς της ανθρωπιστικής παιδείας, των ιδανικών και των οραμάτων, όπως μας τα προσφέρει το έργο τέχνης και γενικότερα η πνευματική δημιουργία. Μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται το «ιδεώδες» κοινωνικό περιβάλλον για να μπορέσει να σταθεί και να κυριαρχήσει ο αντιάνθρωπος. Κορυφαία κοινωνία του τύπου αυτού είναι η κοινωνία των ΗΠΑ. Πνιγμένη, θα έλεγε κανείς, στα υλικά αγαθά, όμως παράλληλα αποξηραμένη από τους χυμούς των ανθρωπιστικών ιδανικών, σφαδάζει σήμερα μπροστά στη δολοφονική μανία του αντιανθρώπου, που ελέγχει εκατό τοις εκατό τον σφυγμό αυτής της μεγάλης χώρας, επιβάλλοντας τον νόμο του, που δεν είναι άλλος από τον νόμο της ζούγκλας. Βλέπουμε λοιπόν ότι το οικοδόμημα του αντιανθρώπου είναι μια κολοσσιαία πυραμίδα, που η κορυφή της δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα φοβερό θερμοπυρηνικό οπλοστάσιο και η βάση της οι αποξηραμένες, οι σφαδάζουσες μέσα στον φαύλο κύκλο των υλικών απολαβών λαϊκές μάζες.

Προσωπικά πιστεύω ότι, εάν υπάρχουν σήμερα δύο δυνάμεις στον κόσμο για να σταματήσουν τον θρίαμβο του νόμου της ζούγκλας πάνω στη Γη και αν η μία απ’ τις δυο είναι ο φόβος για θερμοπυρηνικά αντίποινα, η άλλη είναι το σύγχρονο καλλιτεχνικό-πνευματικό έργο, αυτό που θα ξαναδώσει στις τεράστιες λαϊκές μάζες όλους τους χυμούς της ανθρωπιάς μέσω της σύγχρονης, της ζωντανής δημιουργίας και σκέψης.

Η νέα γενιά, που την καταδίκασαν να περιστρέφεται απελπισμένα μέσα στον φαύλο κύκλο αυτής της πνευματοκτόνου «υλικής ευημερίας», με τη ζωτικότητα και τη δύναμη που την διακρίνουν έσπασε πρώτη τα χρυσά δεσμά, αναζητώντας τη χαμένη ανθρωπιά, πιάστηκε όπως ο ναυαγός πιάνεται από το σωσίβιο, από το λαϊκό τρα-γούδι. Μονομιάς χιλιάδες αυτοσχέδια μουσικά συγκροτήματα σχηματίστηκαν σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της Γης, και είδαμε να συγκεντρώνονται γύρω τους με φανατισμό οι νέοι και οι νέες όλου του κόσμου. Στην αρχή για να ουρλιάζουν, μετά για να τραγουδήσουν, στη συνέχεια για να σκεφτούν και, τέλος, για να δράσουν.

Πάνω σ’ αυτή τη σχέση λαός-τραγούδι-ιδέες, εμείς οι Έλληνες αποκτήσαμε, ιδιαίτερα τα οκτώ τελευταία χρόνια, πολύτιμη πείρα. Γι’ αυτό τον λόγο, όταν ένας εκδότης μού έκανε την τιμή να μου ζητήσει να γράψω ένα βιβλίο για το αναγνωστικό κοινό της Γερμανίας, σκάφτηκα ότι η καλύτερη προσφορά μου αυτή τη στιγμή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την έστω οε γενικές γραμμές περιγραφή του ιδεολογικού κυρίως πλαισίου μέσα στο οποίο διεξήχθη η μάχη για την επιβολή του έντεχνου λαϊκού ελληνικού τραγουδιού. Μάχη που δόθηκε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας σε πολλά επάλληλα επίπεδα συγχρόνως – το καλλιτεχνικό, το κοινωνικό, το ιδεολογικό και το πολιτικό.

Στα 1960 στην Ελλάδα κυριαρχούσε το πνεύμα του Καραμανλή – ο καραμανλισμός. Δηλαδή μια τυπική διακυβέρνηση της αντιδραστικής Δεξιάς, που ήταν εδραιωμένη στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά επακόλουθα ενός άγριου εμφυλίου πολέμου, όπου μαζί με την ήττα των προοδευτικών δυνάμεων χάθηκε και ο ανθός του έθνους. Στον τομέα της τέχνης, καραμανλισμός ίσον κυριαρχία του ξενόφερτου, ιδιαίτερα στις τέχνες που αγγίζουν τις μάζες, και βασικά στο τραγούδι. Υποδούλωση της ελληνικής μουσικής σε ξενόφερτα ελαφρά υποπροϊόντα.

Την ίδια εποχή στην περιοχή του ελληνικού τραγουδιού κυριαρχούσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Όμως αυτό που έκανε περιείχε έναν μεγάλο κίνδυνο για το μέλλον της ελληνικής μουσικής. Γιατί, ενώ πολύ σωστά στράφηκε προς το λαϊκό μας τραγούδι, βάζοντάς το στο θέατρο, στο χορόδραμα, ακόμη και στην Αττική Κωμωδία, στη συνέ-χεια προσπάθησε να το υποτάξει στην υπηρεσία του ελαφρού τραγουδιού. Δηλαδή, ενώ με το ισχυρό του ταλέντο μπορούσε να δια- πλάθει το υλικό του με όλα τα γνωρίσματα της γνήσιας λαϊκής μουσικής, από την άλλη μεριά το έντυνε με ρυθμούς και ενορχηστρωτικά στολίδια δανεισμένα από την ξενόφερτη ελαφρά μουσική, γεγο-νός που υποβίβαζε και, τελικά, εκφύλιζε το λαϊκό στοιχείο.

Το 1960 είναι επίσης ορόσημο και για τη λαϊκή μας μουσική. Οι συνθέτες της, ενώ βρίσκονταν στην ακμή της ηλικίας τους, περνούσαν παρ’ όλα αυτά περίοδο βαθιάς σύγχυσης ως προς τους δρόμους που θα έπρεπε να ακολουθήσουν ύστερα από τη γνωριμία του έργου τους με το σύνολο σχεδόν του ελληνικού κοινού. Προηγουμένως, τα τραγούδια τους απευθύνονταν σ’ έναν στενό κύκλο, που ολοένα διευρυνόταν. Όταν όμως ξαφνικά έγιναν προσωπικότητες με εθνική ακτινοβολία, οι δρόμοι χάθηκαν από μπροστά τους. Με αποκλειστικό πια γνώμονα την εμπορική επιτυχία άρχισαν να δοκιμάζουν όλα τα τερτίπια και τις μιμήσεις, φτάνοντας ως και στη σκέτη αντιγραφή των ινδικών, τουρκικών και αραβικών τραγουδιών, που έβρισκαν και βρίσκουν πάντα εύκολη απήχηση κυρίως στους συνοικισμούς των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, δηλαδή στο κατ’ εξοχήν «δισκόφιλο» κοινό, που καθορίζει τελικά το ύψος πωλήσεων των ελληνικών δίσκων.

Ο Επιτάφιός μου, βασισμένος στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου, κυκλοφόρησε σε δίσκο το καλοκαίρι του i960, έτος που αποτελεί το ορόσημο για τη δική μου είσοδο στον χώρο της λαϊκής μας μουσικής. Μπροστά στη σύγχυση και την αδυναμία των λαϊκών μας συνθετών να προχωρήσουν και να ολοκληρώσουν το έργο τους αλλά και την άρνηση του Χατζιδάκι να αντιμετωπίσει σοβαρά και υπεύθυνα το πολύτιμο υλικό που τόσο καλά έδειξε ότι μπορεί να αναπλάθει, πήρα την απόφαση να χαράξω έναν δικό μου δρόμο, για να περισώσω και να αξιοποιήσω τη ζωντανή λαϊκή μας παράδοση.

Η πρώτη σκέψη μου ήταν να δώσω στην εργασία μου ένα κατά το δυνατόν υψηλότερο και συγχρόνως περισσότερο ανθρώπινο περιεχόμενο. Για να το πετύχω δεν είχα παρά να ενώσω δύο μεγάλα ποτάμια: το ποτάμι της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και εκείνο της σύγχρονης λαϊκής μουσικής• η αληθινή ποίηση, μετουσιωμένη στη ζωντανή μελωδία της μουσικής μας παράδοσης, ντυμένη με όλα τα μουσικά (ρυθμικά, ορχηστρικά, φωνητικά) στολίδια της σύγχρονης ζωντανής λαϊκής μουσικής. Έτσι παρουσιάστηκε ο Επιτάφιος. Με λαϊκούς χορευτικούς ρυθμούς, λαϊκά όργανα και λαϊκούς ερμηνευτές. Και πήγε κατ’ ευθείαν στον λαό, που τον δέχτηκε σαν κάτι εντελώς δικό του, δίχως ίσως να συνειδητοποιεί στην αρχή ότι μαζί με τα οικεία προς την αγωγή του στοιχεία αφομοίωνε καινούριους ποιητικούς και, ως ένα βαθμό, μουσικούς τρόπους έκφρασης.

Από τη στιγμή που με το προγεφύρωμα του Επιταφίου επιβεβαιώθηκε η επιτυχία αυτού του καινούριου δρόμου, στο εξής δεν είχα παρά να προχωρήσω περισσότερο αποφασιστικά προς την ίδια κατεύθυνση.

Έτσι ως σήμερα συνεργάστηκα με κορυφαίους σύγχρονους Έλληνες ποιητές: Βάρναλη, Σεφέρη, Ρίτσο, Ελύτη, Γκάτσο, Ρώτα• όπως και με νεότερους: Χριστοδούλου, Καμπανέλλη, Λειβαδίτη, Κατσαρό, Περγιάλη, Γιάννη Θεοδωράκη.

Ο ελληνικός λαός τραγουδούσε, στις ταβέρνες, στα γιαπιά, στις εκδρομές, στις συντροφιές, στις διαδηλώσεις, μελωδίες βασισμένες σε αυστηρά ποιητικά κείμενα, που τα χαρακτήριζαν η τελειότητα του λόγου, η τόλμη της εικόνας και η δύναμη της έκφρασης.

Υποσυνείδητα, μέσω του τραγουδιού, άρχισε μια αναγεννητική διεργασία του ψυχισμού των Ελλήνων. Χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουν οι απλοί άνθρωποι, πλούτιζαν το λεξιλόγιό τους. Η αποκαλυπτική ομορφιά της ποίησης φώτιζε τις σκοτεινές γωνιές ενός ψυχικού κόσμου εγκαταλελειμμένου στα υποπροϊόντα της μαζικής υπο-καλλιτεχνικής παραγωγής. Όμως, πέρα από το ομαδικό βάφτισμα ενός λαού στα ζωογόνα νερά της γνήσιας τέχνης με όλες τις αναγεννητικές του συνέπειες, πρέπει να τονιστούν οι ψυχολογικές, ηθικές και, σε τελευταία ανάλυση, ιδεολογικές και πολιτικές συνέπειες που είχε στον λαό και ιδιαίτερα στη νεολαία μας το αναγεννητικό κίνημα της έντεχνης λαϊκής ελληνικής μουσικής.

Ο λαός μας στη συντριπτική του πλειονότητα θεώρησε το κίνημα αυτό κάτι εντελώς δικό του. Ταυτίστηκε με τα τραγούδια. Η καταγωγή της μελωδίας, η ελληνικότητα των λαϊκών ρυθμών, η ηθική του «αμαρτωλού» μπουζουκιού, οι δυνατότητες της λαϊκής μας μουσικής ως προς τη δημιουργία μιας νέας έντεχνης ελληνικής μουσικής σχολής, η μουσική και γενικότερα αισθητική αγωγή του λαού, αυτά ήταν τα θέματα-προβλήματα που για πολλά χρόνια απασχολούσαν όλα τα κοινωνικά στρώματα του λαού μας.

Τα πρώτα χρόνια ιδιαίτερα ήμουν αναγκασμένος να παίρνω μέρος σε δημόσιες συζητήσεις που οργάνωναν οι πιο ανομοιογενείς κοινωνικοί κύκλοι. Φοιτητές και εργαζόμενοι, κολέγια και δήμοι, χωρικοί και αριστοκράτες πάντοτε γύρω από τα θέματα αυτά, που πολλές φορές φανάτιζαν τους ανθρώπους. Τι είχε συμβεί; Νομίζω ότι ο ελληνικός λαός κατάλαβε ίσως πως είχε αρχίσει συνειδητά να χτίζει ο ίδιος τον ψυχικό του κόσμο, που, όπως είναι γνωστό, μαζί με τον υλικό και τον πνευματικό ολοκληρώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη.

Πολλές φορές στη Δυτική Ευρώπη αλλά και στα σοσιαλιστικά κράτη μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω πόσο ανισομερώς χτίζεται ο σύγχρονος πολιτισμός. Πόσο δηλαδή προχωρεί η εξωτερική του πλευρά και πόσο λίγη σημασία δίνεται στην εσωτερική του δομή. Διερωτάται πια καθένας αν ο σύγχρονος κόσμος, μέσα στον οποίο ανδρώνεται η σύγχρονη νεότητα, είναι ικανός να συντηρήσει τα μεγάλα πανανθρώπινα οράματα ή μήπως το κυνήγι της υλικής ευημερίας στο πλαίσιο ενός ασφυκτικού ατομικισμού αποξηραίνει τελικά τους χυμούς της ανθρωπιάς. Πιστεύω ότι, μαζί με τα ιδανικά, η τροφή της ψυχής είναι η τέχνη, που σε τελευταία ανάλυση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μήνυμα ανθρωπισμού, δηλαδή κορύφωση των ανθρώπινων ιδανικών και συμπύκνωση των ευγενέστερων ανθρώπινων συ-ναισθημάτων. Δηλαδή ο μόνος σίγουρος δρόμος για τον ουσιαστικό εξανθρωπισμό της ανθρώπινης κοινωνίας, για το κτίσιμο του ανθρώπου, είναι ο δρόμος της τέχνης. Όμως ποιας τέχνης; Φυσικά αυτής που μπορεί να αγγίζει το σύνολο της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι αρχαίοι Έλληνες έφτασαν στην ανάγκη να χτίσουν θέατρα που να χωρούν είκοσι χιλιάδες θεατές, προκειμένου να έρθουν σε επαφή με τα καλλιτεχνικά έργα της εποχής τους. Τι διαστάσεις άραγε θα έπρεπε να έχουν τα σύγχρονα θέατρα, αν υπήρχε σύγχρονο καλλιτεχνικό έργο που να βρίσκεται στην ίδια αντιστοιχία με το σύγχρονο κοινό στην οποία βρισκόταν τότε το έργο του Αισχύλου με το κοινό του;

Σήμερα ο ελληνικός λαός και ιδιαίτερα η ελληνική νεολαία συνειδητοποίησαν ότι στη χώρα μας γίνεται κάτι καινούριο, που λείπει από τις άλλες χώρες, κυρίως τις βιομηχανικά προηγμένες. Σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ, όπου η ανήσυχη νεότητα, ξεκινώντας από τις πρώτες ομαδικές ξέφρενες ακροάσεις των συγκροτημάτων τύπου γιε γιε και περνώντας από τους Μπιτλς, τον Ντίλαν και την Τζόαν Μπαέζ, έφτασε τελικά στην περιοχή της ευθύνης, αλλά, καθώς ήταν ανώριμη ιδεολογικά και άπειρη πολιτικά, κατακτήθηκε τελικά είτε από τον νιχιλισμό είτε από τον πρωτογονικό αναρχισμό, η ελληνική νεολαία πέρασε στην περιοχή της ευθύνης ιδεολογικά και πολιτικά ώριμη. Πού οφείλεται αυτή η διαφορά; Φυσικά θα πρέπει να δούμε τις ιδιαίτερες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας. Όμως πολύ μεγάλο ρόλο στην υπεύθυνη και σοβαρή διαπαιδαγώγηση της σύγχρονης ελληνικής νεολαίας έπαιξε αναμφισβήτητα το ελληνικό αναγεννητικό μας κίνημα, γιατί από πολύ νωρίς φρόντισε, όπως είδαμε, να δώσει σοβαρό και ουσιαστικό περιεχόμενο στις δημιουργίες και τις εκδηλώσεις του. Επομένως, δίκαια, νομίζω, θεωρούμε το κίνημά μας κάτι καινούριο, πρωτότυπο και μοναδικό στον κόσμο.

Όμως η Ελλάδα είναι μικρή χώρα και, όπως κάθε μικρή χώρα, δύσκολα μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά, κυρίως τους μεγάλους λαούς. Φυσικά, από τον μουσικό μας πλούτο ξεφεύγει κάποτε μια μελωδία για να κάνει τον γύρο του κόσμου. Και έτσι μας μένει ο τίτλος του συνθέτη του Ζορμπά. Χωρίς καμία αμφιβολία, αγαπώ αυτή τη μουσική. Πολύ περισσότερο αφού απηχεί τον ρυθμό της Κρήτης. Όμως τι μπορεί να αντιπροσωπεύσει ο κρητικός χορός και το συρτάκι στο σύνολο του έργου μου; Πολύ λίγα πράγματα.

Συνεπώς, η έκρηξη της ευρωπαϊκής νεολαίας μπορεί να εξηγηθεί, ως ένα βαθμό, με βάση την ανισομερή ανάπτυξη του πολιτισμού, τη μονόπλευρη στήριξη του ατόμου στα υλικά κυρίως αγαθά, την έλλειψη σύγχρονης κουλτούρας που να αφορά και να αγκαλιάζει τις πλατιές μάζες. Από την άποψη αυτή, η προσφορά της Ελλάδας στους λαούς της Ευρώπης, και ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή νεολαία, θα μπορούσε να είναι σημαντική. Φτάνει να βρεθούν οι τρόποι ώστε να γίνει ουσιαστικά γνωστό το κίνημά μας και ως θεωρία και ως πράξη.

Σήμερα στη χώρα μας η αναγεννητική αυτή πορεία έχει διακοπεί επιφανειακά, και λέω «επιφανειακά» γιατί πιστεύω ότι η απαγόρευση τόσο του έργου μου όσο και γενικότερα κάθε προοδευτικού έργου από τις στρατιωτικές αρχές όχι μόνο δεν σταμάτησε τον λαό να τραγουδάει και να ακούει έστω και κρυφά τη μουσική μου, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι αύξησε και όξυνε το ενδιαφέρον του κοινού για τα τραγούδια μου. Η σπορά υπήρξε καλή και οι ρίζες βαθιές. Όσο και να ιδρώνουν οι ξυλοκόποι, το δάσος παίρνει δύναμη από τα χτυπήματά τους.

Μίκης Θεοδωράκης: Μαχόμενη κουλτούρα

Τα καθήκοντα της «μαχόμενης κουλτούρας»

Λονδίνο, 1965

Η ελληνική θρησκεία είναι η «κουλτούρα». Ο λαϊκός μας πολιτισμός δεν σημαίνει για τον λαό μας μόνο τέχνη, μονάχα αισθητική απόλαυση. Σημαίνει ακόμα: την αγάπη της ελληνικής γλώσσας ως την πεμπτουσία της ελληνικής κληρονομιάς• την ενότητα του χαρακτήρα και του συναισθήματος της φυλής• την πίστη στον άνθρωπο και τις μεγάλες αξίες, την ανθρωπιά, την αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη, την τιμή, τη λευτεριά• τη Ρωμιοσύνη, δηλαδή την ιδιαίτερη, ρωμαίικη στάση ζωής, το φιλότιμο, τη λεβεντιά.

Οι βαθύτερες ρίζες του ελληνισμού είναι η εθνική μας κουλτούρα. Ανεβάζει τους πολυτιμότερους εθνικούς χυμούς προς τον κορμό του έθνους. Χάρη σ’ αυτούς διατηρηθήκαμε, νικήσαμε τους νικητές μας. Οι ρίζες είναι τόσο βαθιές και άτρωτες, ώστε είναι ικανές να θρέψουν, να στηρίξουν και να υψώσουν ένα γιγάντιο δέντρο. Δηλαδή μας εξασφαλίζουν μεγάλες προοπτικές για το μέλλον του έθνους.

Από τα συμπεράσματα αυτά πηγάζουν οι ευθύνες και τα καθήκοντα των εκπροσώπων της ελληνικής κουλτούρας. Ιδιαίτερα όταν ο λαός και το έθνος δοκιμάζονται από βαθιές, ιστορικές κρίσεις, τότε ο εκπρόσωπος της κουλτούρας γίνεται μαχητής, γίνεται Φεραίος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Σικελιανός. Παλεύει μαζί με τον λαό, μαζί με το έθνος, στην πρώτη γραμμή. και τότε η κουλτούρα γίνεται «μαχόμενη». Για να διαφυλαχθεί η πεμπτουσία της με την εξασφάλιση της νίκης στην υπόθεση του λαού και του έθνους.

Ποια είναι τα καθήκοντα της «μαχόμενης κουλτούρας» στη χώρα μας;

ι) Η κουλτούρα δεν αποτελεί φαινόμενο αυθύπαρκτο, αλλά, σαν το δέντρο, ριζώνει και αναπτύσσεται στο χώμα του λαού -του έθνους- και στη συνέχεια, όπως συμβαίνει με τα δέντρα, βοηθάει τη χώρα, τον λαό, να ανανεωθεί, να πλουτιστεί.

2) Επομένως τα προβλήματα του λαού και του έθνους είναι και προβλήματα της κουλτούρας.

3) Όμως η κουλτούρα, όντας η ίδια η έκφραση της πεμπτουσίας της εθνικής συνείδησης, καλείται να διαδραματίσει τον ιστορικό της ρόλο, που είναι:

α) Η διατήρηση της ψυχικής ενότητας του έθνους.

β) Η προβολή των δυνατών στοιχείων που συνθέτουν το εθνικό πρόσωπο.

γ) Η χάραξη πατριωτικής προοπτικής, το ξεσκέπασμα και το ανελέητο χτύπημα των συνειδητών και ασυνείδητων εχθρών της εθνικής ενότητας, των οπαδών της εθνικής μειοδοσίας, των ραγιάδων, των ανάξιων, των προδοτών και των πληρωμένων πρακτόρων.

δ) Ιερός πόλεμος ενάντια στον ξένο που περιφρονεί την Ελλάδα, που μισεί τον λαό μας, που μας αντιμετωπίζει σαν λαό τρίτης κατηγορίας, λαό ξενοδόχων και υπηρετών, λαό προσκυνημένων.

Ωστόσο, η «μαχόμενη κουλτούρα» δεν σταματά στις διαπιστώσεις. Προχωρεί στη δημιουργία και στη διά της δημιουργίας χάραξη προοπτικής. Χρέος μας είναι, ενώ θα χτυπάμε στο σκοτάδι, να προσπαθούμε συγχρόνως ν’ ανοίγουμε παράθυρα προς το φως – προς το μέλλον.

Τι έγινε στον τομέα του «λαϊκού τραγουδιού»; Επιστροφή στις εθνικές μελωδικές ρίζες με τη βυζαντινή και τη δημώδη μελωδία• σύζευξη με την ποίηση• σύζευξη με τα προβλήματα του έθνους. Το όνειρο, η ελπίδα, το όραμα, η πίστη έγιναν με το τραγούδι πολύτιμα όπλα στην πάλη του λαού μας. Ο λαός μας γίνεται περήφανος όταν επικοινωνεί σε βάθος με τις ρίζες της παράδοσης, σε ύψος με τα φωτεινά πετάγματα της ποίησης του Βάρναλη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ελύτη. Σήμερα είμαστε ίσως ο μόνος λαός όπου οι χωριά- τες κάνουν ουρά για να αγοράσουν ένα έργο τέχνης σαν το Άξιον Εστί.

Όμως όσο ο λαός θα πλουτίζει με τους χυμούς της «μαχόμενης κουλτούρας», τόσο, σαν τον ατμό που ζητά διέξοδο -αλλιώς συντρίβει και το πιο δυνατό εμπόδιο-, θα ζητά και αυτός διέξοδο, άνοιγμα, προοπτική της φυλής, θα πλάθει τα μελλοντικά οράματα του έθνους.

Έτσι, καθημερινά ο λαός μας, χάρη στην κουλτούρα, συνειδητοποιεί πόσο χάος χωρίζει αυτό που είναι από αυτό που θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι! Πιστεύω πως δεν υπάρχει πιο δυνατό και πιο ακατανίκητο όπλο από την προοπτική, το όραμα.

Γιατί ένας λαός, όταν γεμίσει με ένα φωτεινό όραμα και ταυτόχρονα πιστέψει ότι είναι δυνατόν να το πραγματοποιήσει, έχει ήδη διανύσει τον μισό δρόμο ως την κατάκτησή του, ως την πραγματοποίησή του.

 

10/06/1968 Agorgiorgos Απόσπασμα βιβλίου, Άρθρο, Πολιτισμός, Τέχνη
Άρθρα του Μ.Θ. γραμμένα, στο Βραχάτι, 10 Ιουνίου 1968 και στο Λονδίνο 1965
Από το βιβλίο: Θεοδωράκης Μίκης, Πολιτικά, Θεωρία και Πράξη, τομ.Γ’ Εκδ. εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 2019, σελ. 285-294

Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει για το mikisradio


Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Επικοινωνία

Γειά σας μέσα από το γαλάζιο εικονίδιο στην δεξιά γωνία μπορείτε να μας στείλετε ζωντανά το μήνυμα σας.

crisp.chat

Το πρώτο κείμενο από τον Μίκη Θεοδωράκη

Το πρώτο κείμενο από τον Μίκη Θεοδωράκη
Το πρώτο κείμενο από τον Μίκη Θεοδωράκη