Mikis Radio 2017 C - By Nikos Theodorakis

25 Μαρ 2025

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ


Τα οράματα του Μ. Θεοδωράκη στην άνοιξη και τη βαρυχειμωνιά του ΄60

Χριστόφορος Δ. Αργυρόπουλος

Α. Εισαγωγικά

Ο Μίκης Θεοδωράκης εισέβαλε, ορμητικός και ασυμβίβαστος, στη ζωή μας, στο κέντρο της ιστορικής σκηνής της Χώρας μας και του Κόσμου ολόκληρου, στην αρχή της δεκαετίας του ΄60. Στα μυθικά χρόνια της Επανάστασης των Νέων και των Λουλουδιών, των Μπήτλς, του Γούντστοκ και του γαλλικού Μάη, του Τσε, της Νέας Αριστεράς και κυρίως του Μίκη.

Η φήμη του είχε βεβαίως προηγηθεί. Ο Μίκης ερχόταν φορτωμένος «πολύχρωμα οράματα», εκείνα του ΕΑΜ για λαϊκή και αυτοδιευθυνόμενη δημοκρατία και πανανθρώπινη τη λευτεριά. Και ερχόταν σαν ήρωας περήφανος για τις ιδέες, τους αγώνες του και τα πάθη του. Όταν, όμως, συναντήθηκε με μας, τη νεολαία των πολεμικών και πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, όταν αντάμωσε το λαό μας, τον Κόσμο ολόκληρο και την Ιστορία, τότε, όταν οι λέξεις άντεχαν τη μαγεία του νοήματός τους, ξέραμε από την πρώτη στιγμή, ότι «κατέφθασε ένα πρόσωπο ν’ ανατινάξει την πόλη». Την πόλη της ήττας, της συνθηκολόγησης, της μικροψυχίας, της αντιπαροχής, της κακογουστιάς, της ανάπηρης ελευθερίας μας και της σχιζοφρενικής δημοκρατίας μας, που διακήρυσσε την ισότητα και το απαραβίαστο της συνείδησης όλων και παράλληλα χώριζε επίσημα τους πολίτες σε πρώτης και δεύτερης κατηγορίας ανάλογα με τις πολιτικές πεποιθήσεις τους. Ο Μίκης ήρθε όπως προφήτευε ο φίλος του Μιχάλης Κατσαρός, «ένας φλογερός πρίγκηπας – μάγος», αυτός που «ένδοξος» έγραφε σ’ όλα τα όνειρά μας: Eλευθερία. Έφερνε μαζί του το αγωνιστικό και επαναστατικό πνεύμα της Κρήτης του.

Η έλευση του Μίκη με τον Επιτάφιο, την περηφάνια του λαϊκού τραγουδιού, τον απόλυτο χαρακτήρα της μουσικής, η έλευση του Βάρδου της Ρωμιοσύνης, του καθολικού ανθρώπου της νεοελληνικής Αναγέννησης, συνέπεσε με την οικουμενική έκρηξη, την παγκόσμια διαμαρτυρία, την πανανθρώπινη αντίσταση στη λογική του μεταπολέμου. Στον παραλογισμό, ακριβέστερα, της πυρηνικής απειλής, της καταστροφής της φύσης, της απώλειας της ψυχής στο καθημερινό ανελέητο κυνήγι της αγοράς, της σκιάς του ολοκληρωτισμού και κυρίως της βαθιάς και γενικής απογοήτευσης από το θρίαμβο της βαρβαρότητας επί δεκαετίες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στις τελετές καψίματος των βιβλίων, στις διαδικασίες της μακαρθικής ιερής εξέτασης, στις στημένες δίκες, τις εξορίες και εκτελέσεις των πολιτικών αντιπάλων, στην εξαγορά της συνείδησης των ορθολογιστών επιστημόνων, που συνέβαλαν στη δημιουργία των συνθηκών αφανισμού του ανθρώπου και του πολιτισμού του.

Η μεγάλη, ουσιαστική διαφορά της προσφοράς του Μίκη, σε σχέση με αυτήν των προφητών της αμφισβήτησης της εποχής εκείνης, βρισκόταν στο γεγονός, ότι αυτός είχε το νου και την ψυχή στον ουρανό, αλλά τα πόδια στέρεα στη γη. Δεν ήταν ο αισθαντικός καλλιτέχνης, που «συμπάσχει» ρητορικά με τους κολασμένους της γης, αλλά ο σύντροφος και συναγωνιστής τους. Διατηρώντας, πάντοτε, την πίστη του στο πρόταγμα της ελευθερίας και της ευθύνης.

Β. Το μεταπολεμικό περιβάλλον

Το τέλος του αντιφασιστικού πολέμου το Μάη του ΄45 και τη χαρά της νίκης σκίασε το φονικό μανιτάρι της Χιροσίμα. Η διαδοχή των γεγονότων αυτών συνιστούσε το χειρότερο μάθημα προς τους πολίτες όλης της γης: η εξουσία – πολιτική, οικονομική και υπερεθνική – επέμενε να διαμεσολαβεί ανάμεσα στον άνθρωπο και στη ζωή του και να χρησιμοποιεί και τα δύο μοναδικά αυτά αγαθά και αυταξίες σαν μέσα για τις κυνικές ή ανομολόγητες επιδιώξεις της.

Το διεθνές και ελληνικό status quo στην αυγή του 1960 ήταν απελπιστικό. H ανθρωπότητα βρισκόταν διχασμένη, σε συνθήκες ψυχρού πολέμου. Οι δαπάνες για τους εξοπλισμούς στερούσαν τους λαούς από τα απαραίτητα μέσα για να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες από τις τραγικές καταστροφές που επισώρευσε ο αγριότερος πόλεμος της Ιστορίας, ο οποίος είχε επέλθει μετά από μια γενικευμένη οικονομική κρίση. Η ισορροπία του τρόμου ανάμεσα στις τότε δύο υπερδυνάμεις συντηρούσε κλίμα ανασφάλειας και τα ανθρώπινα δικαιώματα, που είχαν διακηρυχθεί πάλι με την ίδρυση του ΟΗΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, έμοιαζαν μακρινό όραμα μέσα στις συνθήκες ανελευθερίας και ελέγχου του φρονήματος που κυριαρχούσαν. Για το μοναχικό άνθρωπο τα σύνορα του μεταπολεμικού κόσμου τελείωναν στη διατήρηση μιας ασταθούς, ανασφαλούς και ποιοτικά περιορισμένης επιβίωσης. Το ιστορικό τοπίο ήταν γυμνό και η βαριά νέφωση έκρυβε τον ορίζοντα. Οι ελπίδες που είχε γεννήσει το αγωνιστικό πνεύμα της Αντίστασης στον ολοκληρωτισμό φυλορροούσαν. Έμεινε μόνο η ανάμνηση της επαγγελίας για τις πολιτείες του μέλλοντος, «λουσμένες στην αλήθεια και στο αίθριο το φώς». Η ουτοπία είχε χαθεί. Είχαμε γίνει ρεαλιστές, με την έννοια, ότι είχαμε αποδεχθεί τη μοίρα μας. Γι’ αυτό στο γαλλικό Μάη το δημοφιλέστερο σύνθημα αντέστρεφε την οπτική της πρώτης μεταπολεμικής εποχής: «Διεκδικούμε το αδύνατο. Είμαστε ρεαλιστές». Αντίστοιχα η κουλτούρα της εποχής του ΄50 λειτουργούσε σαν παραμυθία ή σαν ύπνωση: ένας βολικός, ροζ, επιδερμικός, φρόνιμος, ψευδο-ρομαντισμός: «πάμε σαν άλλοτε», όπως παιάνιζαν τα τραγούδια του συρμού. Στη δεκαετία του ΄50 η μοναδική πράξη αντίστασης είχε εξαντληθεί στην αμφισβήτηση των κυρίαρχων ιδεών και των κοινωνικών στερεότυπων.

Απέναντι στις απογοητεύσεις, τις ψυχώσεις του ψυχρού πολέμου και τις αντιδημοκρατικές πρακτικές εντεύθεν και εκείθεν του Τείχους, που χώριζε το διπολικό Κόσμο, την επέμβαση στην Ουγγαρία από το ένα μέρος, που ολοκληρώθηκε με αυτήν στην Πράγα αργότερα και τον έλεγχο του φρονήματος χάριν της δημόσιας τάξης και ασφάλειας από το άλλο, η νεολαία άρχισε όχι μόνο να αμφισβητεί, αλλά να επιδιώκει μαζικά και οργανωμένα την ανατροπή του μοντέλου του κόσμου αυτού και να εκτίθεται στις προκλήσεις μιας καθολικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής, νεωτερικότητας.

Η νεοελληνική κοινωνία αναστέναζε σε συνθήκες καθυστέρησης, φτώχειας, κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας ανακτορικής και βορειοατλαντικής παραεξουσίας. Η ανάπτυξη της Χώρας «επέβαλε», με τη χατζηαβατική αντίληψη του κυρίαρχου κοινωνικοπολιτικού πλέγματος, την καταστροφή του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, της ιστορικής μνήμης, αλλά και των δυνατοτήτων προόδου με σεβασμό και διατήρηση της μοναδικότητας του ελληνικού τόπου.

Γ. Τα χρόνια του ΄60

Μέσα σ’ αυτές τις εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες ο Μίκης έλαμψε πολύ γρήγορα μετά την κορυφαία μετεμφυλιακή πράξη πολιτικής αντίστασης του λαού μας: στις εκλογές του ΄58 ένας στους τέσσερις έλληνες πολίτες ψήφιζε την ΕΔΑ, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις συνέπειες της επιλογής του. Η ψήφος αυτή αποτελούσε εκδήλωση αντί-δρασης στο θρίαμβο του δοσιλογισμού, στην καταδίκη της Εθνικής Αντίστασης, στην ανάδυση της λογικής της στρεβλής ανάπτυξης και της ηθικής της αρπαχτής, στην περιφρόνηση προς την ιστορική μνήμη, στον πολιτιστικό σκοταδισμό, στην ηττοπάθεια, στη συνθηκολόγηση, άνευ όρων, στο κακόσχημο «νεοελληνικό όνειρο» που τροφοδότησε τη μεταναστευτική φυγή και την ιδιοποίηση των ελάχιστων πόρων για την καθολική ανάπτυξη και πρόοδο της Χώρας. Η Αριστερά μπορεί να απέτυχε πολιτικά να υπερασπιστεί τις κατακτήσεις της Αντίστασης, μπορεί να μην άντεξε τις ανοιχτές πληγές της, όμως το όραμα μιας λαϊκής δημοκρατίας βασισμένης στην ελεύθερη συναίνεση και την ενότητα των εργαζομένων και σκεπτόμενων πατριωτών διατήρησε την ελκτικότητα ενός εγχειρήματος που ξεπερνούσε την αδράνεια και τα αφυδατωμένα στερεότυπα της κρατούσας ιδεολογίας. Η ψήφος του ΄58 ήταν ενέργημα κατάφασης στην ιστορική τόλμη και περιπέτεια, η νοσταλγία της νέας οδυσσειακής αναχώρησης, η επαγγελία μιας ουτοπίας που αξίζει να την ονειρευτείς.

Δ. Η οργανική σχέση πολιτικής και πολιτισμού στο έργο και τη δράση του Μίκη.

Ο Μίκης απάντησε στην επιθετική αυτή επιλογή με την πρότασή του για την Τέχνη στο κέντρο του λαού, για τη συμμετοχή όλων στην πολιτισμική δημιουργία, για την αναζήτηση της λαϊκής ενότητας μέσα από το αίτημα για πρόοδο, πολιτισμό, ειρήνη, γενική ευημερία, αρμονία. Το γιγάντιο έργο του από τότε ως σήμερα συνιστούσε ιστορική προσφορά μοναδικής αξίας, αλλά και εγγύηση των οραμάτων του.

Μέσα στις συνθήκες της εποχής ο Μίκης ενεργοποίησε το δόγμα ν’ αλλάξουμε την πατρίδα μας και τον Κόσμο δημιουργώντας, τραγουδώντας και αγωνιζόμενοι. Επέλεξε την άμεση ανάμειξη στα κοινά με την εκλογή του ως βουλευτή της ΕΔΑ. Όμως η πολιτική οξυδέρκεια του αναγόταν σ’ ένα ευρύ, αυτόνομο και δημιουργικό μαζικό κίνημα με προοδευτικό προσανατολισμό. Η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη διαπαιδαγωγούσε τη γενιά των νέων που διεκδικούσαν ένα μέλλον γενικής ευημερίας, χωρίς τις ενοχές, τις αναστολές και τις αδυναμίες των «νικημένων στρατιωτών». Κρατούσαν από αυτούς τη φλόγα του αγώνα, την οικειότητα του ονείρου, την αδιαπραγμάτευτη αγάπη για τη ζωή και τον άνθρωπο. Δεν όφειλαν, όμως, όπως εκείνοι να εμμένουν στα λάθη και τις συνέπειες του παρελθόντος. Η γενιά των Λαμπράκηδων ήταν στραμμένη στο αύριο, άκουγε ήδη τις καμπάνες του μέλλοντος να σημαίνουν, σεβόταν τις θυσίες των αγωνιστών του χτες, αλλά άφηνε τις δικές της σημαίες να κυματίσουν στο βοριά του νέου ξεκινήματος προς την ελευθερία. «Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας» έψαλαν ο Μίκης και ο Ρίτσος. Οι Λαμπράκηδες το πίστευαν και προχωρούσαν. «Ηρωες μάρτυρες» τους οδηγούσαν. Όμως ο δρόμος ήταν δικός τους. Ήταν δική τους ευθύνη να τον τραβήξουν, να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν. Η γενιά του Πολυτεχνείου αργότερα επέμενε: «ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Η παιδεία, ο πολιτισμός, η δημιουργία τοποθετήθηκε στο πιο περίοπτο σημείο του ιστορικού προσκηνίου. Γι’ αυτό ο πολιτικός Μίκης Θεοδωράκης εκφράζει με τα οράματα, τις προτάσεις, το έργο και τη δράση του, μια επαναστατική προοπτική στα χρόνια που άλλαξαν τον Κόσμο.

Η βαρυχειμωνιά, που ακολούθησε την άνοιξη των πρώτων χρόνων της καθοριστικής αυτής δεκαετίας, η αλόγιστη, καταστροφική και επαίσχυντη δικτατορία των απριλιανών, δεν έκαμψε, βεβαίως, το μαχητικό πνεύμα και τη δημιουργική έφεση του Μίκη. Το αντίθετο. Τον κατέστησε οικουμενικά την πιο υψηλή έκφραση του πνεύματος της δημιουργικής αντίστασης στη βία, την ανελευθερία, το σκοταδισμό. Σε ό,τι αφορά την εθνική πολιτική σκηνή, ο Μίκης αποτέλεσε ουσιώδη παράγοντα διαμόρφωσης του πνεύματος της μεταπολίτευσης και των κατακτήσεών της, στις οποίες περιλαμβάνεται το ισχύον Σύνταγμα, ο διεθνής προσανατολισμός της Χώρας και η κατοχύρωση του κοινωνικού κράτους.

Είναι φανερό, ότι ο Μίκης δεν έδρασε αυτοτελώς σαν πνευματικός δημιουργός και σαν πολιτικός. Οι πρωτοβουλίες του, όπως η δημιουργία της Μικρής Συμφωνικής Ορχήστρας, της Δ.Ν.Λαμπράκη, του Κινήματος για την ειρήνη και τον πολιτισμό, ο μοναδικός κύκλος συναυλιών, η άμεση ίδρυση του ΠΑΜ μετά το πραξικόπημα, η ιστορική ενεργητικότητά του εναρμονίζουν το νόημα της Τέχνης και την αξία της πολιτικής: και οι δύο τείνουν να βοηθήσουν τον άνθρωπο, να τον καταστήσουν ανθεκτικότερο στις δοκιμασίες και δραστηριότερο απέναντι στις προκλήσεις. Να του εξασφαλίσουν το minimum των γνωστικών, δεοντολογικών και αισθητικών προϋποθέσεων για μια στοχαστικότερη και αξιοπρεπή βίωση του προσωπικού και συλλογικού δράματος.

Είναι, λοιπόν, επιπόλαιες και πρόχειρες οι εξηγήσεις για την απήχηση του πολιτικού του λόγου εξ αιτίας του πράγματι υψηλού πνευματικού του κύρους: στο Μίκη η πολιτική σκέψη και δράση τελεί σε οργανική πλοκή και επίδραση με το πνευματικό του έργο. Όμως κάθε χώρος στοχασμού και ενεργήματος έχει τη δική του αξία και αποδοχή. Ο πολιτικός Θεοδωράκης έχει ήδη αξιολογηθεί θετικά όχι μόνο ως πνευματικός δημιουργός μοναδικής σημασίας, αλλά και ως πολιτικός που ενεργεί πάντοτε με παρρησία, αίσθημα ευθύνης, ανιδιοτέλεια και πνεύμα συνεπούς υπεράσπισης των θέσεών του.

Ο Μίκης «εκπαίδευσε» γενιές ολόκληρες πολιτών, τους εξοικείωσε με τον πολιτικό λόγο και την καλλιτεχνική δημιουργία, τους βοήθησε να ωριμάσουν, να αισθανθούν ελεύθεροι και υπεύθυνοι, να παρηγορούνται με τα αρνητικά, να ονειρεύονται και να διεκδικούν τα θετικά στοιχεία του «κατά λόγον και αίσθησιν ζειν». Ο Μίκης ανατίναξε τη ρουτίνα, την κενότητα, την έλλειψη πίστης, την ιδιοτέλεια, την άχαρη μικρο-ζωή και μας χάρισε την πολυφωνία και την πολυχρωμία ενός δυναμικού πνεύματος ελευθερίας, ανάβασης, ήθους, προσφοράς, αλληλεγγύης.

Το όραμα του Μίκη, η αρμονία των ανθρώπινων σχέσεων κατ’ αναλογία προς την συμπαντική τάξη, δεν καθηλώθηκε στην τρέχουσα μικροπολιτική, στις χαμηλές πτήσεις και στην ομφαλοσκοπική αδρανή αμφισβήτηση. Ο ίδιος αποτελεί την ευτυχή πραγμάτωση του οργανικού διανοουμένου, του συνειδητά δεσμευμένου σε αρχές και αξίες ελεύθερου δημιουργού, που έχει συνείδηση της προσωπικής και συλλογικής ευθύνης για ό,τι συντελείται στη Χώρα και τον Κόσμο, που παρεμβαίνει στο ιστορικό γίγνεσθαι, που οδηγεί την αλληλεγγύη σε καθημερινή δραστική άσκηση. Που διεκδικεί μια ανθρωπότητα ειρήνης, φιλίας, συνεργασίας, αλληλεγγύης και συνευθύνης, η οποία βασίζεται στην αυτονομία, την πολυφωνία και το σεβασμό της ετερότητας. Το μεγάλο συγγραφικό έργο του μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε με τις λαμπρές και εφικτές ιδέες του για τον Κόσμο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της αρμονίας. Διότι ο πολιτικός Μίκης Θεοδωράκης είναι ρεαλιστής με τη δική του προσέγγιση: στοχεύει σε εφικτές λύσεις και έτσι προσφέρει όχι μια μεταφυσική παρηγοριά, αλλά μια συγκεκριμένη έξοδο από την κρίση που μαστίζει τη Χώρα και την Οικουμένη. Διότι η βαθιά πεποίθησή του είναι, ότι δεν έχουμε αξιοποιήσει θετικά τις απελευθερωτικές δυνατότητες της προόδου, αλλά έχουμε σπεύσει να αποδεχθούμε τις απαιτήσεις της αγοράς και της εμπορευματοποίησης ακόμα και των φυσικών, κοινών αγαθών, αλλά και της ίδιας της Τέχνης.

Οι θεμελιώδεις πολιτικές αρχές που έχει διατυπώσει ο Μίκης Θεοδωράκης στα ποικίλα συστηματικά έργα, άρθρα και παρεμβάσεις του, συναιρούνται στον ακόλουθο δεκάλογο, ο οποίος αποτελεί το ακλόνητο πιστεύω του μεγάλου αυτού δημιουργού, την πολύτιμη αξιακή παρακαταθήκη του, μια προσωπική φλογερή διακήρυξη των «δίκαιων του ανθρώπου»:Kάθε λαός δικαιούται και αξιώνει να διατηρεί την ιδιαίτερη ιστορική παράδοσή του και πολιτισμική φυσιογνωμία.
Η αντίσταση στην τυραννία και την αλόγιστη βία των ισχυρών αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωση κάθε ανθρώπου.
Κάθε πολιτικά οργανωμένη κοινωνία βασίζεται στο σεβασμό της αξίας και της μοναδικότητας κάθε ανθρώπου και των βασικών δικαιωμάτων του, στα οποία περιλαμβάνεται η ελευθερία και η κοινωνική δικαιοσύνη. H δημοκρατική αρχή είναι απαρασάλευτη βάση του κοινωνικού βίου και ιδιαίτερες, αφανείς ή συγκαλυμένες ιδίως, δημόσιες υπερ-εξουσίες ή ιδιωτικές κυριαρχήσεις, είναι απαράδεκτες.
Οι σχέσεις των κρατών διέπονται από ειλικρινές και έμπρακτα εκδηλούμενο πνεύμα ειρηνικής επίλυσης των διαφορών τους, φιλίας και αμοιβαίως επωφελούς συνεργασίας.
Ο πολιτισμός και η προαγωγή του αποτελούν την αναγκαία προτεραιότητα κάθε κοινωνίας, αφού μόνο έτσι θα πραγματοποιηθεί η πρόοδος και η ανάπτυξη όλων των περιοχών της γης και όλων των λαών και ανθρώπων.
Η Τέχνη είναι το πρότυπο της αρμονίας, η οποία διέπει την προσωπική και συλλογική ζωή όλων.
Η εξασφάλιση των αναγκαίων μέσων για τη συντήρηση κάθε ανθρώπου αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση της κοινής ευημερίας.
Η παγκοσμιοποίηση με την έννοια της διεθνούς επικοινωνίας, συνευθύνης και σύμπραξης για την αντιμετώπιση των οικουμενικών προβλημάτων, όπως είναι η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και η υπέρβαση των συνθηκών εξαθλίωσης του μεγαλύτερου μέρους της ανθρώπινης οικογένειας, αποτελεί ασφαλές μέσο για την αρμονία της διαβίωσης όλων. Η παγκοσμιοποίηση της αγοράς, αντίθετα, επιτείνει τον ανταγωνισμό, την ανισότητα και την ανελευθερία.
Το καθήκον της αλληλεγγύης αποτελεί το ελάχιστο των απαιτήσεων του ανθρωπισμού, του ορθολογισμού και του δημοκρατικού πρωτείου και
Η αναγνώριση του δικαιώματος στη διαφορετικότητα ενεργοποιεί το σύστημα προστασίας της ελευθερίας και των αξιών του πολιτισμού.

Ε. Το απελευθερωτικό τραγούδι και η τραγωδία της απελευθέρωσης.

Σε όλη τη διάρκεια της Χούντας ο Μίκης της Εθνικής Αντίστασης και της Μακρονήσου δεν έπαψε να αγωνίζεται. Ως αντιστασιακός ηγέτης, ως πολιτικός κρατούμενος και απεργός πείνας προκειμένου να εξαναγκάσει τις κυβερνήσεις βίας να τον οδηγήσουν σε δημόσια δίκη, ως πολιτικός εξόριστος και άτυπος πρεσβευτής του πνεύματος της ελληνικής δημοκρατίας σ’ ολόκληρο τον Κόσμο. Ο αγώνας του έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις: το Κάντο Χενεράλ σηματοδοτεί στο έργο του τη μετάβαση από την ελληνικότητα στην οικουμενικότητα, χωρίς ν’ αφανιστούν ή να περιοριστούν τα χαρακτηριστικά της έμπνευσης και της πραγμάτωσης τους. ‘Αλλωστε η διεθνής αναγνώριση αποτελεί ιστορικό κεκτημένο για τα μεγάλα έργα Τέχνης. Στην ανεπιφύλακτη αναγνώριση του Μίκη ως κορυφαίου συνθέτη της εποχής του για τον Κόσμο ολόκληρο, αντιστοιχούν οι εμπνευσμένες, αλλά προσιτές πολιτικές προτάσεις του.

Οι προτάσεις αυτές αφετηριάζονται από τη βεβαιότητα, ότι η τραγωδία της απελευθέρωσης συνεχίζεται όσο κυριαρχεί η ιδιοτέλεια, η ευτέλεια και ο εφησυχασμός. Και το απελευθερωτικό τραγούδι του Μίκη παραμένει επίκαιρο και χρηστικό – όπως και οι πολιτικές προτάσεις του. Χάρη στο Μίκη η πολιτική απόκτησε κάτι από τη μαγική ικανότητα της Τέχνης να μετα-ποιεί το όνειρο, να οικοδομεί με υλικά του ονείρου.
Τελικό σχόλιο

Τα μείζονα έργα Τέχνης, αυτά που εισέφεραν στην ανθρωπότητα οι μείζονες δημιουργοί, δεν εξαντλούνται στην αισθητική απόλαυση και τη χαρά που προσφέρει η προσέγγισή τους. Είναι απαιτητικά: επιβάλλουν μελέτη, στοχασμό και επιστροφή στις πηγές τους. Ζητούν εγρήγορση και αγρύπνια. Ο Μίκης δημιουργός ενός μοναδικού σε ποιότητα, όγκο και εμβέλεια έργου, που συνεχώς πλουτίζεται, αντιπαλεύει σ’ όλη τη ζωή του τη ραθυμία και τη βολική θεώρηση όσων συμβαίνουν. Η αγωνία αυτή αποτυπώνεται στο έργο του, που αποτελεί και στις λυρικές και στις δραματικές και στις επικές όψεις του μια διαρκή πρόσκληση «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Η ίδια έντονη και επιτακτική μέριμνα εκφράζεται στο πλούσιο και πολυσχιδές θεωρητικό και πολιτικό έργο του, τις πολιτικές παρεμβάσεις και τις θέσεις που διατυπώνει δημόσια, κάθε φορά που προκαλείται το ανθρωπιστικό, δημοκρατικό και φιλελεύθερο πνεύμα του, με παρρησία, γενναιοφροσύνη και παραγνώριση των κινδύνων, δηλαδή με «αρετήν και τόλμην».

Η πολιτική δράση και οι πολιτικές θέσεις του Μίκη έχουν ανάγκη συστηματικής μελέτης και αξιοποίησης, όπως το συνολικό του έργο. Έργο ζωής, έργο πνοής, έργο οραματικό. Ο πολιτικός Μίκης έχει τα στοιχεία των αεί φιλοσοφούντων για τα ανθρώπινα: γνώση, στοχασμό, πίστη, θέληση για δράση, πνευματική ετοιμότητα, αγάπη για τον άνθρωπο και τα πάθη του, αλληλεγγύη, έμπνευση και προτροπή για ένα νέο «ξεκίνημα πρωινό».

Ο Μίκης ήρθε να μας λυτρώσει από τις συνέπειες της ήττας, της μικρόψυχης θεώρησης της ζωής, της απάθειας. Ν’ ανατινάξει την πόλη της μικρο-πολιτικής και να οικοδομήσει την πόλη των ιδεών της απελευθέρωσης, της πολιτικής πράξης, της καλλιτεχνικής δημιουργίας για το λαό, με το λαό. Μας αξίωσε μια τέτοια πόλη. Να την ονειρευτούμε και να τη διεκδικήσουμε. Γι’ αυτό, μαζί με την πηγαία ευγνωμοσύνη μας για τη δημιουργική γενναιοδωρία του, του οφείλουμε το δίκαιο έπαινο.

Εδώ έπρεπε να τελειώσω. Όμως χθες βγαίνοντας από το λαμπρό αυτό Πνευματικό Κέντρο διάβασα στον τοίχο μιας από τις απέναντι πολυκατοικίες το σύνθημα «Καλύτερα να αγωνίζεσαι μάταια, παρά να ζεις μάταια». Το γκράφιτι λειτούργησε καταλυτικά στη μνήμη μου: μήπως το βαθύτερο νόημα, ο πυρήνας των ιδεών, της δράσης του και του ογκώδους και μοναδικού έργου του Μίκη είναι αυτή η άρνηση μιας επιβίωσης χωρίς πάθος, χωρίς αγώνα, χωρίς όνειρο; Το βέβαιο είναι, ότι ο Μίκης ήταν πάντοτε ανυπόταχτος και οραματιστής. Και είναι αναμενόμενο το κήρυγμα ζωής του να είναι η αντίσταση στη χαμοζωή, η ορμητική και παράφορη κατάφαση στο όραμα ενός βίου αρμονικού, δίκαιου και ελεύθερου. Για τούτο και για όλα όσα μας χάρισε, που μας ωρίμασαν πνευματικά, τον τιμούμε, τον ευγνωμονούμε, τον χαιρόμαστε, τον αγαπάμε.



Χριστόφορος Αργυρόπουλος
Γεννήθηκε στη Λαμία. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, όπου και δικηγορεί. Είναι Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Αντιπρόεδρος του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και του Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη. Μέλος πολλών επιστημονικών οργανώσεων και πρώην Πρόεδρος της Αδέσμευτης Κίνησης Ειρήνης και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Συγγραφέας πολλών άρθρων νομικού, πολιτιστικού και πολιτικού περιεχομένου. Συνήγορος του Μίκη Θεοδωράκη και άλλων αγωνιστών στη διάρκεια της δικτατορίας.

Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη αποστέργει την ευκολία.

 Κείμενο: Χριστόφορος Δ. Αργυρόπουλος

Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη αποστέργει την ευκολία.

Ασφαλώς η ανάγνωση των θεωρητικών κειμένων του Μίκη Θεοδωράκη δεν είναι εύκολο και ανέξοδο περίπατος.. Απαιτεί μελέτη, εμβάθυνση, ιστορική αναγωγή και τεκμηριωμένη αξιολόγηση.

Όπως και η περί διαβάσει στο ποιητικό του έργο, όπως και η ακρόαση των μουσικών του συνθέσεων, έτσι και η μελέτη των αυτοβιογραφικών και θεωρητικών δοκιμίων  του συνιστά πνευματική δοκιμασία.

Το έργο του Μίκη αποστέργει την ευκολία και δεν επιτρέπει την εγκατάλειψη σε μια αναλώσιμη απόλαυση του νου και των αισθήσεων. Είναι μία περιπέτεια ανάμεσα στις εναλλαγές των χρονολογιών, το διαθέσεων, του ύφους, των σχημάτων και των κλιμάκων.

Στα κείμενα του Μίκη ο αναγνώστης καλείται να εξηγήσει της αιφνίδιες μετακινήσεις του συγγραφέα από την εξομολογητική ειλικρίνεια στην Οραματική προσέγγιση των πραγμάτων.
Από την παρηγορητική βεβαιότητα της τάξης (των στοχασμό του, όπως και των μουσικών φθόγγων του ή των ποιητικών του εικόνων) ως την παράφορη αναζήτηση ενός νέου υπερβατικού προτάγματος.

Από την ακριβή ιστόρηση των γεγονότων ως τα τολμηρά, ποιητικά του άλματα.

Το πιο χαρακτηριστικό όμως σημείο της συγγραφικής καταθέσεις του Μίκη είναι η ανελέητη, έναντι του εαυτού του και των αναγνωστών του, εκπλήρωση του χρέους του να μαρτυρήσει την αλήθεια του, όπως την βιώνει την ώρα που την εκφράζει, χωρίς καμιά απόκρυψη η προσαρμογή, χωρίς υπεκφυγές, αμφιλογίες εξωραϊσμούς.

Ο Μίκης όταν μετέχει στο δημόσιο διάλογο, δηλαδή συνεχώς, αναδέχεται των ακραίων κινδύνων να θέση υπό αμφισβήτηση κεκτημένες  σχέσεις, εντάξεις η δεδομένες αντιθέσεις, προκειμένου να ανταποκριθεί με συνέπεια και αυτοθυσία, στον δικό του «νόμο» στο δικό του δεσμευτικό «δέον».

Στο καθήκον του δηλαδή, όπως το αντιλαμβάνεται, απέναντι στο λαό, στην ιστορία και στην συνείδηση του να μιλήσει για όσα και όπως ακριβώς τα στοχάζεται πάνω στην τρέχουσα συγκυρία ή  για την αξιολόγηση παρωχημένων περιστατικών.

Το συγγραφικό έργο του έχει την αξία μιας ειλικρινούς μαρτυριακής κατάθεσης, μιας αυτοαποκάλυψης, αλλά και τη σημασία μιας βασανιστικής διαδικασίας αναψηλάφησης της ιστορίας.

Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη αποστέργει την ευκολία

Η θέση αυτή δεσμεύει την ανάγνωση των βιβλίων του Μίκη, ο οποίος προκαλείται να επιδείξει παρόμοια δεοντολογική και συμπεριφορά: να ανταποκριθεί στα μηνύματα του βιβλίου, να μετέχει στο διάλογο, που ιδρύει ανάγνωση ενός βιβλίου ανάμεσα στον δημιουργό και τον αποδέκτη, με την ίδια αιμάσσουσα φιλαλήθεια.

Να διατυπώσει με παρρησία τον ταυτόσημο, παραλλάσσοντα ή εναντίο λόγο.  Να εκτεθεί όπως και ο συγγραφέας, στον ίδιο κίνδυνο της αμφισβήτησης και της διακινδυνεύσεις.

Τελικά, ηθική συμπεριφορά του Μίκη στο έργο του, όπως και στη ζωή του, απαιτεί από τον αποδέκτη των μηνυμάτων του ανάλογο βαθμό εγρήγορσης, ετοιμότητας και ανιδιοτέλειας με αυτό που χαρακτηρίζει τον κάποτε ουσιώδη, άλλοτε πικρότατο στοχασμό του.

Συνεπάγεται αναδοχή ευθύνης. Συνιστά άσκηση ακεραιότητας να μη χάσουμε το πρόσωπο μας πίσω από προσωπεία, να μη χάσουμε την ψυχή μας διεκδικώντας τα αγαθά πρόσκαιρων επιτυχιών, που μας αποξενώνουν από τους άλλους και από τον εαυτό μας.

Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη αποστέργει την ευκολία.

Mikis Theodorakis Official Radio Πρόγραμμα Τρίτη Μαρτίου 2025

 


Πρόγραμμα 

Ερμηνείες Ξένων και Ελλήνων Τραγουδιστών - Αφιερώματα - Διασκευές 

10.00 Ο Αλέξανδρος Χατζής ερμηνεύει Μίκη Θεοδωράκη.

11.00 Mikis Theodorakis & Oracle Live 1955

12.00 Axion esti  Lobgepriesen sei.  Nach Gedichten von Odysseas Elytis.  Nur diese eine Schwalbe. Live.  Bremer Kantorei St. Stephani, Ensemble d'accord Bremen, Sinfonie  und Folklore, Orchester "Axion Esti" Tim Gunther & Stephan Uhlig.

Μουσική Δωματίου 

14.00  Χορός Ασίκικος 11 Σπουδές για σόλο βιολοντσέλο. 1989.  Άγγελος Λιακάκης.

15.00  Trio for Violin, Violoncello and piano. 1947. Trio Athenee: Βιολί: Χάρης Χατζηγεωργίου, Βιολοντσέλο: Ντάνα Χατζηγεωργίου, Πιάνο: Βίκυ Στυλιανού.

16.00 Sonatina for Violin & Piano No. 1.1952. Theodore Kerkezos: Saxophone, Thessaloniki State Sympony Orchestra and Myron Michailidis.  Greek Classics: Impressions for Saxophone and Orchestra.

Τραγούδι Ποταμός - Αρκαδίες 

19.00 Αρκαδία ΙΙ. Σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου. Σύνθεση;  Ιανουάριος 1969 Ζάτουνα. Ντόρα Γιαννακοπούλου, Πέτρος Πανδής, Μαρία Φαραντούρη, Κιθάρες: Νίκος Μωραΐτης και Νίκος Μανιάτης. Ερμηνία και πιάνο: Μίκης θεοδωράκης.

20.00  Πνευματικό Εμβατήριο. Αρκαδία V, Σε ποίηση: Άγγελου Σικελιανού.  Σύνθεση: 1969. Allber Hall. Λονδίνο 1970. Συμμετέχουν:  Μαρία Φαραντούρη. Αντώνης Καλογιάννης. Γιάννης Θεοχάρης. London Symphony Orchestra. Χορωδία της New Operaw London. Ανδρική χορωδία Ουαλών ανθρακωρύχων. Διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.

21.00  Αρκαδία VIII. Σε ποίηση Μανόλη Αναγνωστάκη. 1969 Ζάτουνα. Ηχογράφηση: Οκτώβριος 1974  Μαρία Φαραντούρη. Πέτρος Πανδής, Μίκης θεοδωράκης, Αφροδίτη Μάνου.

Λαικά Ορατόρια 

22.00  Canto General. Pablo Neruda. 1973 '74. Alexandra Papadjiakou (Alt), Frangiskos Voutsinos (Bariton), Rundfunkchor Berlin & Berliner Instrumentalisten, Lukas Karytinos & Sigurd Brauns. Record:1989


Για τον Μαρξ, το μαρξισμό και την αριστερά.


24 .08.2010

 
Εδώ θα αναφερθώ ειδικά στον Μαρξ και το Μαρξισμό, δεδομένου ότι αποτελεί ένα βήμα πιο μπροστά από τον καπιταλισμό αλλά τελικά δεν κατάφερε να δαμάσει και να εξαφανίσει την παρουσία του Χάους με τη μορφή μιας νέας Εξουσίας που ακύρωνε στην πράξη τον τελικό στόχο δηλαδή το θρίαμβο της Αρμονίας μέσα στις νέες κοινωνίες που προήλθαν από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
 
Από όλα τα γραπτά μου και την κριτική μου στο σύστημα αυτό, που ο ίδιος υπηρέτησα αφιερώνοντας μάλιστα σ’ αυτό τα καλλίτερα χρόνια της ζωής μου, επέλεξα τον Πρόλογο σ’ ένα βιβλίο για τον Μαρξ που έγραψε ο Γιάννης Γαλανός, με τον οποίο βρεθήκαμε στην ίδια Σκηνή στο Δ΄ Τάγμα πειθαρχικής διαβίωσης της Μακρονήσου (1949):
 
Στη Μελέτη μου για τη «Συμπαντική Αρμονία» αναφέρομαι κάπου στη Σοβιετική Ένωση και τις υπόλοιπες χώρες του Υπαρκτού Σοσιαλισμού:
 
Η διαλεκτική σχέση «Θέση - Αντίθεση = Σύνθεση», όπως και το αντίθετο, «Θέση χωρίς Αντίθεση = Αποσύνθεση», μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί τον πυρήνα του κάθε υπαρκτού. Τον πυρήνα της ζωής και την αιτία του θανάτου. Μέσα στην Αρμονία και στη Μουσική εάν θεωρήσουμε ότι η συνήχηση μεταξύ δύο φθόγγων αποτελεί τη λύση της μεταξύ τους αντίθεσης, τότε διαπιστώνουμε ότι η Μουσική είναι η κατεξοχήν Τέχνη της διαρκούς εφαρμογής της διαλεκτικής σχέσης «Θέση - Αντίθεση = Σύνθεση».
 
Ας μου επιτραπεί εδώ να κάνω μια μικρή παρένθεση αναφερόμενος στην πολιτική μου εμπειρία. Είναι γνωστό ότι είχα πολλές και μεγάλες διαφορές με διάφορες ηγεσίες της ελληνικής και της διεθνούς Αριστεράς. Οι περισσότερες από αυτές είχαν αφετηρία την περιφρόνηση από την πλευρά τους μέσα στην πράξη αυτού του βασικού διαλεκτικού Νόμου, περιφρόνηση που οδήγησε στα γνωστά αποτελέσματα. Γιατί τι έκαναν στην ουσία οι κομουνιστές ηγέτες και ιδιαίτερα αυτοί που ήσαν επί κεφαλής Κρατών; Αποφάσισαν να καταργήσουν το Νόμο των Αντιθέσεων πιστεύοντας ότι το Κόμμα μπορεί να είναι ταυτόχρονα και Θέση και Αντίθεση. Νόμιζαν ότι έτσι θα εξαφανίσουν τις πραγματικές αντιθέσεις. Όμως όσο περισσότερο πετύχαιναν στο σκοπό τους, μ’ άλλα λόγια όσο περισσότερο εμπόδιζαν να εκδηλωθεί ελεύθερα η ζωτική Αντίθεση που εξασφαλίζει τη δημιουργό διαιώνιση της ζωής, τόσο λιγότερο λειτουργούσε ο Διαλεκτικός Νόμος και έτσι δεν υπήρχαν πια «συνθέσεις», δηλαδή ανάπτυξη και πρόοδος, έως ότου φτάσαμε στην αποσύνθεση, δηλαδή στην καταλυτική εφαρμογή του φυσικού νόμου «Θέση χωρίς Αντίθεση = Αποσύνθεση». Κλείνω την παρένθεση.
 
Νομίζω ότι μέσα σ’ αυτό το μικρό απόσπασμα περικλείεται το απόσταγμα της κριτικής μου στάσης όχι μόνο απέναντι σ’ αυτά τα καθεστώτα αλλά και στους πνευματικούς τους πατέρες Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν.
 
Όσον αφορά στον Καρλ Μαρξ, υπήρξε σίγουρα ένας απ’ τους μεγαλύτερους διανοητές της ανθρωπότητας. Ποιο όμως είναι κατά τη γνώμη μου το «αμάρτημά» του; Το ότι συνέδεσε τη φιλοσοφία του με την πολιτική τόσο στενά, ώστε μετά το θρίαμβο της Οκτωβριανής Επανάστασης ο Μαρξισμός να καταστεί όργανο κρατικής ή πιο καλά κομματικής πρακτικής. Έγινε δηλαδή δόγμα, που όπως συνέβη και με το Χριστιανισμό, χρησιμοποιήθηκε από μειοψηφίες για να επιβάλουν τις προσωπικές τους απόψεις και συμφέροντα υπό το κάλυμμα απόλυτων Αρχών, απέναντι στις οποίες δεν ήταν επιτρεπτό να υπάρξει δεύτερη γνώμη. Έτσι, όπως ήταν φυσικό, η κατάληξη ήταν ο Ολοκληρωτισμός.
 
Για να συνειδητοποιήσουμε πόσο επιζήμια είναι αυτή η στενή σύνδεση μιας οποιασδήποτε φιλοσοφίας με την πολιτική σε βαθμό που να καταστεί κρατικό δόγμα, αρκεί να σκεφτούμε την περίπτωση που η «Πολιτεία» του Πλάτωνος θα έπαιρνε μονοπωλιακά όπως ο Μαρξισμός κρατική οντότητα.
 
Δε θα είχαμε μήπως τότε την εμφάνιση ενός ολοκληρωτισμού και μάλιστα εξαιρετικά σκληρού; Να λοιπόν πού οδηγεί η σύζευξη μιας συγκεκριμένης Φιλοσοφίας με μια πολιτική πρακτική που μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ενός κρατικού μορφώματος που όπως θα δούμε με τη θεωρία του Μαρξ, μπορεί να χρησιμεύσει στους πολιτικούς ηγέτες της νέας εξουσίας ως πρόσχημα για κάθε είδους παραμορφώσεις της ουσιαστικής και πραγματικής σκέψης του φιλοσόφου.
 
Αυτές καθαυτές οι θεωρίες των Μαρξ και Ένγκελς παρά την αδιαμφισβήτητη αξία τους, κατά την άποψή μου αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία μονοδιάστατα. Ο ιστορικός υλισμός λ.χ. αναλύει και εξηγεί μόνο μια πλευρά της ανθρώπινης ιστορίας αφήνοντας απ’ έξω την πνευματική πλευρά του ανθρώπου και τις δύο βασικές της εκδηλώσεις, τη θρησκεία και την τέχνη. Από κει και πέρα όλοι οι μαθητευόμενοι Μάγοι-Μαρξιστές απόλυτοι κυρίαρχοι λαών και εθνών ξοφλούσαν με τσιτάτα, ως προς τη θρησκεία «το όπιο του λαού» και ως προς την τέχνη «ένα απλό εποικοδόμημα». Κάτι δηλαδή σαν κεραμίδια… Με το περίφημο απόφθεγμα: η βία είναι η μαμή της ιστορίας εξόπλισαν τους μέλλοντες εξουσιαστές να χρησιμοποιήσουν ελεύθερα τη βία για να εξυπηρετήσουν δήθεν την ιστορική νομοτέλεια. Άλλο όπλο φοβερό κι αυτό, η ιστορική νομοτέλεια, που με τον καιρό εξελισσόταν σε ιστορική αναγκαιότητα και τέλος σε ιστορική βεβαιότητα. Και ποιος άραγε κατείχε την απόλυτη βεβαιότητα; Φυσικά ο ηγέτης που ό,τι κι αν αποφάσιζε έπρεπε να γίνει με κάθε τρόπο, μιας και ο λόγος του εξυπηρετούσε το ιστορικό γίγνεσθαι, την πορεία προς τα εμπρός. Και ποιος μπορούσε να έχει το δικαίωμα να διαφωνήσει με μια τέτοια άποψη;
 
Ας θυμηθούμε μόνο τρία παραδείγματα, όπως εκείνο του διδύμου Χρουτσώφ-Λυσένκο για τη μεταβολή της Σιβηρίας σε σιτοβολώνα, που κινητοποίησε εκατομμύρια ανθρώπους και απορρόφησε κολοσσιαία ποσά, για να γίνει στο τέλος μια τρύπα στο νερό. Ή εκείνα του Μάο, το πρώτο για τους «οικογενειακούς» φούρνους παραγωγής ατσαλιού, που πήγε την οικονομία χρόνια πίσω και το δεύτερο η σύλληψη και εφαρμογή της πολιτιστικής επανάστασης με τις πασίγνωστες τραγικές συνέπειες για τον Κινέζικο Λαό. Κι όλα αυτά γιατί ο Ένας τελικά ηγέτης, ο μοναδικός κάτοχος του μυστικού της ιστορικής αναγκαιότητας για να πάει η χώρα μπροστά, ο θεσμικά βέβαιος, το αποφάσισε μόνος αυτός στο όνομα των εκατοντάδων εκατομμυρίων του Λαού. Ο Λαός! Ένας άλλος μύθος που έλαβε σάρκα και οστά μέσα από τις θεωρίες του Μαρξ. Και κατ’ αρχήν έχουμε τη δαιμονοποίηση απ’ τη μία μεριά και την αγιοποίηση απ’ την άλλη των κοινωνικών τάξεων. Υπήρχαν πράγματι ιστορικές συγκυρίες κατά τις οποίες το άγιο προλεταριάτο έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην πάλη του παλιού με το καινούριο.
 
Κι αυτό συνέβη κυρίως στις προηγμένες βιομηχανικά χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία και η τσαρική Ρωσία την εποχή της επανάστασης. Μετά όμως στις μεγάλες επαναστάσεις που ακολούθησαν και πέτυχαν, όπως στην Κίνα και την Ινδοκίνα είτε απέτυχαν όπως στη χώρα μας, πρωτοπόρα κοινωνική τάξη αναδείχθηκαν οι αγρότες. Επίσης στην Αντίσταση κατά του Ναζισμού και στην Ελλάδα κατά της Χούντας, την πλειοψηφία των αγωνιστών την αποτελούσαν οι αστοί και οι διανοούμενοι και ακολουθούσαν οι εργάτες και μετά οι αγρότες. Όμως ως φαίνεται όλα αυτά δεν είχαν σημασία και έτσι οι μαρξιστές εξακολουθούσαν και εξακολουθούν να μιλούν για τον πρωτοποριακό ρόλο του προλεταριάτου και λέγοντας «Λαός» να εννοούν μόνο την εργατική τάξη. Φυσικά αυτή η αγιοποίηση-δαιμονοποίηση χωρίζει κάθετα την κοινωνία με την καλλιέργεια του ταξικού μίσους μεταθέτοντας την ομαλή πορεία, την ανάπτυξη, την εξέλιξη και τελικά την ευτυχία ενός λαού στο σύνολό του μετά την επανάσταση και την επικράτηση της «εργατικής τάξης» δηλαδή ενός νεφελώματος πίσω από το οποίο κρύβεται η κομματική εξουσία που φυσικά όπως είδαμε, θεωρεί ότι είναι ο μοναδικός φορέας και εκφραστής της ιστορικής νομοτέλειας-βεβαιότητας, δηλαδή η μοναδική νομιμοποιημένη ιστορικά πολιτική δύναμη για να αποφασίζει για το μέλλον όλου του λαού, δηλαδή όχι μόνο της εργατικής τάξης αλλά και για την τύχη και των εχθρών της, αν συμβεί να πάρει την εξουσία.
 
 
 
Γιατί θεωρεί ότι μόνο όσοι πιστεύουν ότι εκφράζουν την ιστορική νομοτέλεια και τα πραγματικά συμφέροντα ΟΛΟΥ του λαού έχουν το ιστορικό δικαίωμα να εφαρμόσουν δικτατορικά, με την έννοια ότι οι αποφάσεις της επαναστατικής (μαρξιστικής) ηγεσίας αποτελούν θέσφατα (dicta) που θα πρέπει να ακολουθήσουν όλοι είτε συμφωνούν είτε δε συμφωνούν. Άλλωστε επάνω σ’ αυτή τη λογική στηρίζεται η ανάγκη της επιβολής της Δικτατορίας του Προλεταριάτου.
 
Θα έλεγα τέλος ότι ο μαρξισμός έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με τη φιλοσοφία όσο και με τη σκέψη και την τέχνη των αρχαίων Ελλήνων. Κι αυτό γιατί αν και δεν το λέει καθαρά, ο ιστορικός υλισμός θεωρεί τον ιδεαλισμό ως κατώτερο είδος φιλοσοφίας και επομένως την ίδια γνώμη και στάση θα πρέπει να έχουμε και για όσα έργα δημιουργήθηκαν κάτω από την επίδρασή του. Δεν είναι όμως μόνο η αρχαία Ελλάδα στο στόχαστρο αλλά το σύνολο της πνευματικής δημιουργίας και ειδικά της Τέχνης που όπως είπα θεωρείται ως εποικοδόμημα και όχι ως θεμέλιο στην ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και στην εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών.
 
Ο Λένιν εκφράζοντας τη γνώμη του για την ποίηση θέλησε να αποδείξει ότι ο καθένας μπορεί να γίνει ποιητής, φτάνει να έχει τον κοινό νου και έγραψε ένα μεγάλο ποίημα που δημοσιεύθηκε για να αποσυρθεί ευθύς μετά, ώστε να προφυλαχθεί ο ηγέτης από τη γελοιοποίηση. Γιατί φυσικά ο ποιητής, όπως ο κάθε καλλιτέχνης, δημιουργεί, δηλαδή γεννά πνευματικά έργα δηλαδή έχει μια ιδιότητα που αρνούνται να την παραδεχθούν οι «υλιστές» αρνούμενοι έτσι να δουν την ουσία της Τέχνης, που σε πείσμα της ύλης αποτελεί το θρίαμβο της ιδεολογικής, θα έλεγα «θεϊκής» πλευράς του ανθρώπου. Το «θεϊκός» με την έννοια ότι έως σήμερα μόνο η Τέχνη έχει κατορθώσει να κάνει αθάνατο τον άνθρωπο μέσω των Ιδεών, της Σκέψης και των καλλιτεχνικών έργων.
 
Ο Άνθρωπος είναι ένα ιδιαίτερο ζωικό είδος, ψυχικά ανεξερεύνητο, πνευματικά άπληστο και σαρκικά ανικανοποίητο με φοβίες, αβεβαιότητες, ανασφάλειες και με τρομακτικά ένστικτα, έτσι που καμία Φιλοσοφία, καμία Τέχνη και πολύ περισσότερο κανένα θρησκευτικό, φιλοσοφικό, πολιτικό δόγμα ή σύστημα δεν μπορεί να τον ικανοποιήσει ολοκληρωτικά και απόλυτα και προπαντός αποκλειστικά. Τελικά το απόλυτο γι’ αυτόν είναι μόνο ο θάνατος, ενώ η ζωή είναι μια αέναη προσπάθεια και συνεχής αλλαγή, προϊόν της λογικής του υπεροχής, που τον οδηγεί σε συνεχή αναζήτηση μεταθέτοντας τους ορίζοντες που κατακτά όλο και πιο μακριά, έτσι που το κυνήγι για την κατάκτηση νέων οριζόντων να μην τελειώνει ποτέ. Ο άνθρωπος είναι ένα μικροσκοπικό σύμπαν, όπως άλλωστε κάθε τι που ζει σ’ αυτόν τον πλανήτη, με τη διαφορά από το φυτικό και το ζωικό κόσμο ότι αυτός όσο πιο πολύ συνειδητοποιεί τη θέση του και την ασημαντότητά του μέσα σ’ αυτό το Σύμπαν που τον περιβάλλει, αυξάνει μέσα του ο ίλιγγος που τον ξεχωρίζει απ’ όλα τα άλλα είδη και που τον οδηγεί συχνά σε πράξεις αλληλο- και αυτοκαταστροφής.
 
Γι’ αυτό θα πρέπει να αφήνουμε «όλα τα λουλούδια ν’ ανθίζουν» ελεύθερα, όλες τις Φιλοσοφίες, Δοξασίες, Καλλιτεχνικά και Πνευματικά έργα, κοινωνικά συστήματα να υπάρχουν, ώστε κάθε φορά ο κάθε άνθρωπος, η κάθε ομάδα ανθρώπων, κόμμα, λαός, έθνος να επιλέγει ελεύθερα αυτό που του αρέσει, που του ταιριάζει και που θεωρούν ότι τους βοηθά.
 
Δεν είναι μόνο οι εργασιακές σχέσεις ή οι ταξικές αντιθέσεις ούτε η οικονομία και η οικονομική εκμετάλλευση που διαμορφώνουν τους ανθρώπους και τις κοινωνίες. Χίλιοι δυο παράγοντες και στοιχεία φανερά ή άγνωστα παρεμβαίνουν, πολλές φορές από το πουθενά και διαμορφώνουν κάθε φορά το ιστορικό γίγνεσθαι μέσα στο οποίο παίρνουν την τελική τους μορφή και κίνηση οι κοινωνίες των ανθρώπων.
 
Υπάρχουν ακόμα ορισμένα στεγανά, απόκρυφα, μυστικά, μυστηριώδη και ανεξερεύνητα όρια που δεν κατόρθωσε ακόμα να εκπορθήσει ο άνθρωπος. Όπως λ.χ. το μυστήριο της ζωής. Το ίδιο συμβαίνει και με τα είδη που κι αυτά είναι αποτελέσματα γένεσης όπως τα έργα Τέχνης, καθώς και οι κάθε είδους πνευματικές, φιλοσοφικές και επιστημονικές αποκαλύψεις που συνήθως ξεκινούν μέσα από τη σκέψη κάποιου συγκεκριμένου διανοητή, φιλοσόφου ή επιστήμονα. Άρα πλάι στη ζωική διαδικασία γένεσης υπάρχει και η πνευματική, που μάταια προσπαθεί να μας εξηγήσει η θεωρία του ιστορικού υλισμού υποβαθμίζοντάς την στα επίπεδα μιας συνηθισμένης ζωώδους άρα ελεγχόμενης διεργασίας. Όχι, δεν μπαίνουν σε πειραματικό σωλήνα η ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου, ώστε να είναι εφικτό η οποιαδήποτε εξουσία να μπορεί να προσδιορίζει κατά την επιθυμία της τα μυστηριώδη προϊόντα που έχουν αφετηρία την γένεση ζωής ζωικής είτε πνευματικής. Όπως δεν μπορούν να υπεισέλθουν στο μυστήριο της σύλληψης, δεν μπορούν να παρέμβουν στη διαμόρφωση του εμβρύου και τελικά στον κόσμο του νεογέννητου, κατά τον ίδιο τρόπο είναι ανίκανοι να καθορίσουν και τα έργα της πνευματικής δημιουργίας, μία από τις μορφές της οποίας είναι και η γένεση των ιδεών. Αυτή η συνολική και μυστηριακή λειτουργία της γένεσης, ειδικά στον πνευματικό τομέα, δημιουργεί τη μοναδικότητα του ανθρώπου επάνω στη γη και αλίμονο σ’ αυτόν ή σ’ αυτούς που θα επιχειρήσουν να την χειραγωγήσουν. Και αυτό ακριβώς είναι που επιχείρησαν να κάνουν οι μαρξιστές ηγέτες κόβοντας στα δυο τον ολοκληρωμένο άνθρωπο με αποτέλεσμα να τον αποξηράνουν ψυχικά και πνευματικά και να οδηγήσουν τις κοινωνίες τους στην αποσύνθεση.
 
Και για να ξαναγυρίσω στην αρχή, το «παιχνίδι» των αντιθέσεων που οδηγεί σε συνθέσεις δηλαδή στην πορεία προς τα εμπρός και προς τα άνω είναι κατεξοχήν έργο της ελεύθερης σκέψης, της ελεύθερης πνευματικής δημιουργίας και της αδέσμευτης ψυχικής έκφρασης που καμία εξουσία θρησκευτική, στρατιωτική ή πολιτική οπλισμένη με οποιοδήποτε δόγμα δεν κατάφερε έως σήμερα να καθυποτάξει.
 
Συμπερασματικά βγάζω το καπέλο μου στον Μαρξ ως διανοητή και φιλόσοφο, πιστεύω όμως ότι ο μαρξισμός ως κοινωνικό πείραμα (μετά την επιτυχή και σωτήρια για τους λαούς επαναστατική περίοδο) δε συνέτεινε απλά στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης αλλά λόγω της μεγάλης του ακτινοβολίας οδήγησε μεγάλες μάζες σε όλο τον κόσμο σε διαστρεβλωτικές απόψεις και πρακτικές ως προς την ουσία του ανθρώπου και του ανθρώπινου πολιτισμού, σε βαθμό που να τον θεωρώ συνυπεύθυνο για τη σημερινή ψυχική και πνευματική αποξήρανση που τελικά μας αφοπλίζει οικουμενικά σε μια κρίσιμη ιστορικά στιγμή, που απέναντι στην παντοδυναμία του στρατοκρατούμενου αμερικανικού ιμπεριαλισμού ο απλός άνθρωπος δεν έχει άλλο όπλο για να αντισταθεί εκτός από τις πολιτιστικές του αξίες, τις πνευματικές του κατακτήσεις και την ηθική θωράκιση που αποτελούν την πανοπλία του ολοκληρωμένου ανθρώπου και πολίτη.
 
Τελικά όμως για όλα αυτά τα τόσο αρνητικά φταίει ο Μαρξ ή ο μαρξισμός; Δηλαδή μήπως φταίνε αυτοί που προσάρμοσαν το μαρξισμό στη θεολογία του Κράτους; Μήπως δεν είναι ο ίδιος ο Μαρξ που είχε πει «εγώ δεν είμαι μαρξιστής» όταν είδε ότι η θεωρία του άρχισε να παίρνει μια δυναμική προς τον κρατισμό; Μήπως δε θεωρούσε τους μαρξιστές περισσότερο ως Λασαλιστές, αφού παρερμήνευαν το μαρξισμό ως «θρησκεία του Κράτους»;
 
Αντίθετα πουθενά ο Μαρξ δε λέει ότι εναποθέτει τις ελπίδες του στο Κράτος, ένα κράτος κηδεμόνα (κράτος «νάνι-νάνι» όπως το αποκαλούσε ειρωνικά). Εκείνος θεωρούσε το άτομο υπεύθυνο του εαυτού του, των παιδιών του, της κοινωνίας. Όπως στο Χριστιανισμό όπου το άτομο γίνεται «πρόσωπο», δηλαδή μια έννοια πυκνότερη από το άτομο. Το «πρόσωπο» που είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, αυτεξούσιο και υπεύθυνο και όχι ενεργούμενο του Θεού.
 
Ο Μαρξ έκανε κριτική της πολιτικής οικονομίας και των αντιθέσεων του καπιταλισμού λέγοντας ότι «δε δίνει συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος». Δεν καθόρισε επομένως τι είναι ο Σοσιαλισμός.
 
Επίσης στην «Κριτική του προγράμματος της Gota» επαναλαμβάνει την ευαγγελική ρήση «είπα και ελάλησα, αμαρτίαν ουκ έχω». Προειδοποίησε επομένως τους κομματικούς του σοσιαλισμού για την «κρατικίστικη δεισιδαιμονία», για την ψευδαίσθηση ότι το Κράτος μπορεί να υποκαταστήσει την κοινωνία, αφού κατά την άποψή του «η κοινωνία δε μετασχηματίζεται εκ των άνω, από μια “φωτισμένη πρωτοπορία”».
 
Τέλος θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Μαρξ ήταν μια «κλασική» προσωπικότητα, ουμανιστική, αναγεννησιακή. Πίστευε στην αυτοτέλεια του εποικοδομήματος (επομένως και της Τέχνης και του Πολιτισμού, αφού τα θεωρούσε εποικοδόμημα). Πίστευε ότι η πολιτική δεν είναι αντανάκλαση της τέχνης. Ήταν εναντίον του Κρατισμού και της «υποβάθμισης της ατομικότητας από τη λατρεία των μαζών».
 
Στην πραγματικότητα μπορεί να θεωρηθεί ένας «αριστερός Χεγκελιανός», αφού θυσίασε τη νεότητά του μελετώντας τον Χέγκελ. Δηλαδή τον πατέρα της ιδεαλιστικής διαλεκτικής. Στο τέλος παραδέχθηκε ότι το μόνο που έκανε ήταν να «αναποδογυρίσει την ιδεαλιστική διαλεκτική» και να την βάλει «με το κεφάλι επάνω και τα πόδια κάτω», ότι επομένως δεν προσέθεσε τίποτα σ’ αυτήν.
 
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι ο Μαρξ ήταν μια μεγάλη πνευματική μορφή πέραν και πάνω από το Μαρξισμό (όπως άλλωστε είχε δηλώσει και ο ίδιος). Δε θα ήταν επομένως δίκαιο να αναγάγει κανείς σ’ αυτόν όλες τις παραμορφώσεις που έγιναν στο όνομά του.
 
*Βασισμένο σε ομιλία του στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, στις 16 Σεπτεμβρίου 2010.

Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει για το mikisradio


Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Επικοινωνία

Γειά σας μέσα από το γαλάζιο εικονίδιο στην δεξιά γωνία μπορείτε να μας στείλετε ζωντανά το μήνυμα σας.

crisp.chat

Το πρώτο κείμενο από τον Μίκη Θεοδωράκη

Το πρώτο κείμενο από τον Μίκη Θεοδωράκη
Το πρώτο κείμενο από τον Μίκη Θεοδωράκη