του Γιάννη Παναγόπουλου //
Ήταν ευτύχημα πως στην Ελλάδα υπήρξε εκείνο το διάστημα όπου ο Μίκης και ο Μάνος δημιούργησαν τέχνη σε ίδιο χρόνο, σ’ ένα παράλληλο μουσικό – αισθητικό σύμπαν. Ποια ήταν η σχέση που έτρεφε ο ένας για τον άλλο; Όποια ιστορική διαφωνία και αν υπάρχει ή υπάρξει πολλοί από εμάς θα θέλαμε να ζούσαμε στην Αθήνα του 1962 απλά και μόνο για να γίνουμε αυτόπτες μάρτυρες ενός μοναδικού καλλιτεχνικού μαρτυρίου. Τον Ιούνη εκείνης της χρονιάς η θεατρική Αθήνα διχάστηκε.
Μιλάμε για τη σεζόν που το Θέατρο Μετροπόλιταν φιλοξένησε την παράσταση “Οδός Ονείρων” σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού με πρωταγωνιστές τους Δημήτρη Χορν, Ρένα Βλαχόπουλου και, παράλληλα, στο απέναντι θέατρο “Παρκ” ανέβηκε το έργο “Όμορφη Πόλη” του Μίκη Θεοδωράκη σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Τα δύο θέατρα γέμιζαν ασφυκτικά. Η Αθήνα δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει. Ποιος από τους δύο τους είναι καλύτερος; Η σπάνια και τόσο συγκεκριμένη λαϊκή μελωδία του Μίκη θα μπορούσε να ξεχωρίσει της πηγαίας μουσικής πρόζας του Μάνου; Το ερώτημα ή έκδοχα του ερωτήματος παρέμειναν ανεξίτηλα στο πέρασμά του χρόνου. Και συχνά μπολιάζονταν από δόσεις πολιτικής. Η άποψη του Μίκη ήταν συγκεκριμένη. Η αριστερά ήταν η μόνη πολιτική ελπίδα για πραγματική δικαιοσύνη. Η άποψη του Μάνου ζούσε αλλού. Δεν ήταν στρατευμένη πολιτικά. Το ζητούμενο της αισθητικής παιδείας τον απασχολούσε διαχρονικά ανεξαρτήτως πολιτικής σημαίας.
Μίκης και Μάνος στη Ρώμη
•Έχουν γραφτεί πολλά γύρω από τη σχέση που διατηρούσαν οι δύο μεγάλοι
Έλληνες συνθέτες. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε την άνοιξη του 1945. Τότε ο Μίκης και ο Μάνος συμφώνησαν πάνω σε δύο πράγματα. Το πρώτο ήταν πως τα αριστουργήματα της Συμφωνικής Μουσικής ήταν κοινά μουσικά τους πρότυπα. Το δεύτερο, παρ’ όλο που η Ελλάδα ζούσε τη χαρά της απελευθέρωσης από τον γερμανικό ζυγό, πως στο μέλλον θα ζούσε νέες συμφορές
Έλληνες συνθέτες. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε την άνοιξη του 1945. Τότε ο Μίκης και ο Μάνος συμφώνησαν πάνω σε δύο πράγματα. Το πρώτο ήταν πως τα αριστουργήματα της Συμφωνικής Μουσικής ήταν κοινά μουσικά τους πρότυπα. Το δεύτερο, παρ’ όλο που η Ελλάδα ζούσε τη χαρά της απελευθέρωσης από τον γερμανικό ζυγό, πως στο μέλλον θα ζούσε νέες συμφορές
Εκείνη η πρώτη συνάντηση Μίκη – Μάνου έγινε στις κουίντες του θεάτρου Βρετάνια. Ο Χατζιδάκις είχε γράψει τη μουσική για την παράσταση “Το Καλοκαίρι θα Θερίσουμε” του Αλέξη Δαμιανού και ο Μίκης διεύθυνε μια μικρή χορωδία από Επονίτες. Συχνά ο Μίκης έπαιζε και αρμόνιο. Εκείνη η παράσταση του θιάσου των Ενωμένων Καλλιτεχνών ήταν ο επίσημος θεατρικός φορές της Αριστεράς, του ΕΑΜ. Ο Μίκης έχει παραδεχτεί πως εκείνη την περίοδο με τον Μάνο μοιράζονταν το ίδιο ιδεολογικό στρατόπεδο. Μιλάμε για περίοδο που η αξία της λέξης μετριοπάθεια ήταν άγνωστη. Η σκεπτόμενη νεολαία είχε καταφύγει στην αριστερά. Λίγο αργότερα ο Μάνος θ’ απογειώνονταν προς την κορυφή. Η στιγμή του Μίκη θα έρχονταν λίγο αργότερα.
Η πρώτη επαφή των δύο συνθετών φαντάζει ο πρόλογος μιας βαθιάς φιλίας, αλληλοεκτίμησης, θαυμασμού του ενός για τον άλλο. Ο Μίκης επιστρέφει στην εποχή λέγοντας: “Αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε ο ένας το σπίτι του άλλου, αυτός να έρχεται στη Σμύρνης 39 στη Νέα Σμύρνη κι εγώ στη Μάνου 3 στο Παγκράτι, ήταν φυσικό να παίζουμε ο ένας στον άλλο τις συνθέσεις μας στο πιάνο. Ακολουθούσε συζήτηση στην αρχή για τη μουσική, με κατάληξη στην πολιτική. H διαφορά μας τότε ήταν ότι εγώ ήμουν οργανωμένος και γι’ αυτό θα έλεγα φανατισμένος. Δεν ήθελα να δω την πραγματικότητα που μου ανέλυε με την τετράγωνη λογική του ο Μάνος, όμως αυτές οι διαφωνίες μας, αντί να μας απομακρύνουν, μας έφερναν πιο κοντά: Εγώ τον εκτιμούσα ακόμα πιο πολύ γιατί συμφωνούσα στο βάθος με την ορθότητα και την εντιμότητα της σκέψης του. Εκείνος πάλι έβλεπε ότι ήμουν πιασμένος στο δόκανο ενός «πρέπει» που με οδηγούσε πέρα από τη λογική… Όταν βρέθηκα στα 1947 εξόριστος στην Ικαρία, μου έγραψε: «Έχω τύψεις που εσύ είσαι εκεί κι εγώ έμεινα εδώ…»”.
•Η ζωή στην προεμφυλιακή Ελλάδα ήταν σκληρή. Μια κοινωνία έπρεπε να στηθεί πάνω στις στάχτες μιας εγκληματικής πολεμικής κατοχής. Η αγάπη για τη μουσική ήταν η κύρια και κοινή αναφορά των δύο προσωπικοτήτων όμως η ζωή κυλούσε δύσκολα. Το μεροκάματο δεν έβγαινε από τη μουσική. Ο Μάνος έπιασε δουλειά στο παγοποιείο του Fix και ο Μίκης έκανε το ίδιο ως εφημεριδοπώλης. Ο δεύτερος έχει την ευκαιρία να βρίσκει ένα πιάτο φαγητό στο πατρικό του
Ο Μάνος δούλευε για να θρέψει την οικογένειά του. Ο Μίκης θεωρεί πως εκείνη η μάχη επιβίωσης στοίχειωσε στο μυαλό του φίλου του. Το όνειρο δημιουργίας συμφωνικής μουσικής απομακρύνθηκε από τις βλέψεις του. Μόνο στο φινάλε της ζωής του, με τη δημιουργία της Ορχήστρας των Χρωμάτων ο Χατζιδάκις είχε την ευκαιρία ν’ ασχοληθεί με τη μουσική που αγάπησε, πόθησε τόσο δυνατά.
Λίγο πριν το φινάλε της δεκαετίας του 1940 ο Χατζιδάκις συναντήθηκε με τον Κάρολο Κουν και ανέβασαν Λόρκα “Ματωμένος Γάμος” στο θέατρο (1948). Την ίδια περίοδο ο Θεοδωράκης ήταν ένας κυνηγημένος αριστερός. Ένας παράνομος που κρύβονταν δεξιά και αριστερά για ν’ αποφύγει τη σύλληψή του. Στο άκουσμα της θεατρικής συνεργασίας Κουν – Χατζιδάκι πάνω σε κείμενα ενός ομοφυλόφιλου και αριστερού ποιητή δεν δίστασε να ρισκάρει την ελευθερία του δίνοντας το «παρών» σ’ εκείνη την παράσταση. Με τη σύζυγό του Μυρτώ βρέθηκαν στην πρεμιέρα της. Κάθισαν στις τελευταίες σειρές του θεάτρου. Ο Μίκης μαγεύτηκε από τη μουσική του Μάνου. Την πιο χαρακτηριστική ίσως συγκινητική στιγμή της βραδιάς φωτίζει το σημείωμα που έγραψε στον φίλο του πάνω σ’ ένα χαρτάκι. Εκείνο που έγραψε την άποψή του για τη μουσική του. Ο Μάνος το φύλαξε. Σε συναντήσεις που είχαν στο μέλλον του το έδειχνε συχνά. Ήταν μια δική τους συμβολική διάλεκτος.
Υπήρξε μια περίοδος που η μουσική σκηνή της Ελλάδας ήταν αληθινά γόνιμη. Στη δεκαετία του 1950 ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις μοιάζουν να προσφέρουν τη καλλιτεχνική δροσιά που περιμένει το κοινό σε Ελλάδα και Ευρώπη. Οι συνθέσεις τους αναγνωρίζονται ποικιλοτρόπως. Ο Θεοδωράκης μένει πιστός στο όραμα που είχαν μοιραστεί κάποτε οι δυο τους. Γράφει συμφωνική μουσική που ανεβαίνει σε περίοπτα θέατρα του Λονδίνου και του Παρισιού όμως πέρα από τη διεθνή αναγνώριση και οι δύο τους νιώθουν την ανάγκη να επιστρέψουν πίσω. Στην Ελλάδα. Ο Χατζιδάκις γράφει τη μουσική για τη “Στέλλα”. Ο Θεοδωράκης στο απόγειο των συμφωνικών του αναζητήσεων μετά από συναυλία του στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Ίσως ένας φιλόδοξος για καριέρα “παντού” συνθέτης δεν θα έκανε το ίδιο. Ο Θεοδωράκης ρίσκαρε και του βγήκε. Η Ελλάδα έμοιαζε με προορισμό άγονης καλλιτεχνικής γραμμής όμως συχνά τα φαινόμενα απατούν. Μια νέα μεγάλη καλλιτεχνική συνεργασία τον περίμενε.
Ο Γιάννης Ρίτσος έστειλε τον Επιτάφιο στον Μίκη Θεοδωράκη το 1958. Η πρόκληση για τον Έλληνα συνθέτη μεγάλη. Γράφει τη μουσική και όπως ο ίδιος έχει πει: Ευθύς μόλις έγραψα τα τραγούδια, τα έστειλα – πού αλλού – στον Χατζιδάκι. Όταν τον συνάντησα τον άλλο χρόνο στο σπίτι του στο Παγκράτι, έβγαλε και μου έδειξε τους μαγικούς δίσκους Fidelity με τα πρώτα του τραγούδια. Πόσο ήταν πλήρης, ευτυχής, ολοκληρωμένος. Κι εγώ πόσο τον ζήλεψα εκείνη τη στιγμή: Ένα κοινό εφηβικό μας όνειρο, να πάει η μουσική μας παντού, εκείνος το πραγματοποιούσε. Τότε τον ρώτησα: «Πήρες τον “Επιτάφιο”, Μάνο; Τι γνώμη έχεις;». Δεν τόλμησα να τον ρωτήσω αν μπορεί να ηχογραφηθεί… Όμως εκείνος φαίνεται ότι έβλεπε στο πρόσωπό μου τη συνέχιση του κοινού μας ονείρου, του συμφωνιστή: – Εσύ γράφεις συμφωνικά έργα και πας πολύ καλά. Κατάφερες αυτό που και οι δύο επιθυμούσαμε τόσο. [Ωστόσο εγώ τα έβλεπα ανάποδα, πίστευα πως εκείνος τα είχε καταφέρει καλύτερα.] Τώρα παίζεται στην Επίδαυρο η μουσική σου για τις «Φόνισσες», συνέχισε. Έχεις παραγγελίες, μπαλέτα, γίνεσαι γνωστός στην Ευρώπη. Ναι, γνωρίζω τον «Επιτάφιο», όμως πρέπει να σου πω ειλικρινά ότι δεν είναι αντάξιός σου…”
•Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις. Μια χώρα μόνοι τους. Από την φλεγόμενη μεταπολεμική, μετεμφυλιακή Ελλάδα στην αιωνιότητα της ανθρώπινης αλληλοεκτίμησης. Εκείνης που δεν γνωρίζει πολιτικές σημαίες και κοινωνικές προκαταλήψεις. “Βαθιά Φιλία”, αυτές τις λέξεις θα διαλέγαμε δοκιμάζοντας να περιγράψουμε την ποιότητα της σχέσης τους.
Πηγή: https://eretikos.gr/